United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιμά εις την κορυφήν του βουνού, εις τον Άι-Κωνσταντίνον, εκεί ήσαν τα πλατάνια, ωραία δένδρα, και από την ρίζαν των ανέβλυζε δροσερά πηγή. Εστάθημεν προς στιγμήν διά ν' αναψύξωμεν. Εκείθεν έπρεπε να κατέλθωμεν τον κατήφορον, διά να φθάσωμεν εις την Κεχριάν, μισήν ώραν δρόμον ακόμα.

Και μόλις ετελείωνε τα Ευαγγέλιον, ήναπτε το τσιμπουκάκι του, το οποίον προητοίμαζε, ψαλλομένων των Αίνων, και μαζεύων τα δίκτυά του έκαμνε τον κατήφορον. Αλλ' η κυρά-Μανωλάκαινα, η κόρη του ψαρά, αν και δεν ανήκεν εις τα σόια εκ καταγωγής, ανήκεν όμως εις αυτά ολόκληρος εκ καρδίας.

Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ' εδίστασε. «Τάχα δεν θα . . . ξαναγείνη ρήχη σε λίγη ώρα, είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμμαΑλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες ο είς στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια, επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον.

Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον. — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος; — Πώς «τι είδους»; — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς εδώ; Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή. — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.

Γλυκύς ζέφυρος εφύσα εις τους πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ' αυλάκια, το ρέμμα-ρέμμα τον κατήφορον. Έκαμα τον σταυρόν μου, έξωθεν του παραθύρου, εις το γλυκύ φως των κανδηλίων, όπου έφεγγον εμπρός εις τον Χριστόν και την Παναγίαν και τον Πρόδρομον και τον Προφήτην Ηλίαν, με την μάχαιραν και με την μηλωτήν.

Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είνε παρά πάνω από δέκα η ώρα . . . Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω, και θα τα βρούμε σκούρα στον κατήφορον, ανάμεσα στα ρέμματα και στον ελαιώνα. Πάμε, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Εσηκώθη κ' εφόρτωσε τα πράγματα εις το ζώον. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινο καπέλλο του, και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Εγώ είχα φορέσει το υπόδημά μου.

Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Εκεί έμειναν επί εβδομάδας, το φθινόπωρον εκείνο, αι δύο αδελφαί. Εις την αρχήν είχον συντροφιάν, διότι υπήρχον και άλλοι νερόμυλοι εις το ρέμμα της Κεχριάς. Εκεί τον κατήφορον ήτον ο μύλος της Μοσχαδώς της χήρας, ο μύλος του Δήμου του Μανιάτη. Αλλ' αι εργασίαι ωλιγόστευσαν, κ' οι γείτονες έφυγαν.

Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθη, κ' εκύτταξε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εαυτήν εν ασφαλεία. Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν.

Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρη αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορονμε όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη.