United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά δυσκολίας διέκρινα το μονοπάτι το χαρασσόμενον ανά μέσον βρύων και θάμνων πυκνών. Είτα, αντικρύ μου, εις την κλιτύν την κρημνώδη, ήρχισα να βλέπω μίαν ανταύγειαν. Αι πρώται ακτίνες της σελήνης επηργύρωνον τας κορυφάς των δένδρων. Έφθασα εις την βάσιν του όρους, και ήρχισα ν' ανέρχωμαι τον ανήφορον.

Ο καθηγητής αναβαίνων τον ανήφορον επανελάμβανε καθ' εαυτόν το νεωστί γνωσθέν όνομα, επανελάμβανε δε και ο Λιάκος περιπαθώς το προ πολλού λατρευόμενον όνομα της ερωμένης του. Μετά τινας εβδομάδας, την πρώτην μετά το Πάσχα Κυριακήν, ήτο εορτή και πανήγυρις εις την οικίαν του Κ. Μητροφάνους. Ετελούντο συγχρόνως των δύο θυγατέρων του οι γάμοι.

Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρη αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορονμε όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους.

Τους δύο εκ των κωπηλατών, ψαράδες του γιαλού, όπου ήσαν άνθρωποί του και λίαν αφωσιωμένοι εις αυτόν, τους έπεισε ν' ανέλθωσι τον ανήφορονυψηλόν, απότομον, πετρώδη, όπου έφερεν από τον Γιαλόν εις το Κάστρον, υποκάτω στην γέφυραν του Κάστρου, από άσχιστον αγριόξυλον, παρά το χάσμα, όπου έχαινεν άβυσσος και κρημνός, όπου έπιανε πάντα άνθρωπον ίλιγγος και σκοτοδίνη.

Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν.

Τω παρετήρουν οι κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε. — Έλα ντε! απήντα ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, όστις μετά το ναυάγιον ανήρχετο τον ανήφορον της αγοράς, υψηλά κρατών την κεφαλήν, ως να υπερηφανεύετο διότι κατώρθωνε να ναυαγή και να διασώζεται.

Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο Κίσσαβος.

Ναι μεν, διετήρει εισέτι την ελαστικότητά του, αι δε μικραί του κνήμαι έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ' ουχ ήττον, οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρόντιζε να φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο σύντροφος εις τον ανήφορον, αυτός δε να λαμβάνη τον λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους.

Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.