Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα. — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την κεφαλήν του Βινικίου. Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του. Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.

Η Αϊμά, ανετινάχθη επί της κλίνης της, και αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν·Ποίος είνε; — Εγώ, ο Μάχτος, απήντησεν ο εισελθών. Σιωπή! — Συ! Μάχτο! Ήλθες! Ω Μάχτο! Συ είσαι; έκραξεν η Αϊμά. — Σιωπή, φρόνιμα, εψιθύρισεν η φωνή του εισελθόντος. Η Αϊμά, μη δυναμένη να κρατηθή, εν εξάλλω αγαλλιάσει, ερρίφθη εις τας αγκάλας του νομιζομένου Μάχτου. — Υπάγωμεν, εψιθύρισε με υπόκωφον φωνήν ούτος. Είσαι έτοιμη;

Ο Τρέκλας τον εθώπευσε, τον έλαβεν από των δυο προσθίων ποδών, ένυξε τους πόδας του, είτα την ουράν, κατ' ιδιάζοντα τινα τρόπον γνωστόν εις μόνον τον Τρέκλαν. Το ζώον αισθανθέν δριμείαν οδύνην, ήρχισε να εκπέμπη τρομερούς και παρατεταμένους ολολυγμούς, και οι πέριξ βράχοι αντήχησαν. Ο Θευδάς κατεπτοήθη. — Τι είνε; Τι είνε; έκραξεν.

Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού. — Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας. — Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν ανυπομονήσας ο Θευδάς. — Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι. — Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου;

Πού είναι αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.

Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.

Δύνασαι να αναβής εις τον ίππον μου, αν είσαι κουρασμένη. — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Θεόδωρε! έκραξεν ο ξένος προς τον σύντροφόν του. — Τι διατάττει ο άρχων; απήντησεν ο Θεόδωρος. — Θα αναβιβάσης αυτήν την κόρην εις τον ίππον. Ημείς περιπατούμεν πεζοί. — Ορισμός σας, άρχων! — Είνε λοιπόν άρχων; είπε καθ' εαυτήν η Αϊμά. Αλλ' εκείνος τότε, ο ιδικός μου, εφαίνετο επαίτης. Δεν θα είνε αυτός.

Τέλος εισήλθεν ο διδάσκαλος, με το τσιγάρον εις το στόμα, και ο πρωτόσχολος έκραξεν: εις &προσοχήν&! Ο διδάσκαλος ήτο μεγαλόσωμος, υψίκορμος, εύσαρκος, αλλά ταχύς κ' ευκίνητος. Ήρχετο από την αρραβωνιαστικήν του, όπου τρις ή τετράκις της ημέρας παραιτών το σχολείον εις την τύχην του απήρχετο εις επίσκεψιν.

— Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου.

Εν τη παραζάλη ταύτη ελησμόνησε και το κάταγμα του μετώπου, όπερ έπαθε, προ μικρού. — Μπράβο σου, δεν τώλπιζα· έκραξεν αύθις η γυνή. — Εγώ; είπε μόνον η Αϊμά. Όχι. — Αυτή είνε, αυτή είνε· επέμενεν η γραία Εφταλουτρού. — Όχι, όχι· είπεν ο προστάτης της Αϊμάς. Αυτή δεν είνε τέτοια. — Αυτή είνε, σου λέγω· έλεγεν η Εφταλουτρού.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν