Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Σεπτεμβρίου 2025
Ο Αμπτούλ εφάνη περίλυπος διά την ζήτησιν του Καλίφη. Μου κακοφαίνεται, Αφέντη μου, του είπεν, που έχεις τέτοιαν περιέργειαν, την οποίαν δεν ημπορώ να σου την πληρώσω χωρίς να μη σου ήθελε κακοφανή. Δεν βλάπτει, έκραξεν ο Καλίφης, είμαι ευχαριστημένος διά να υποφέρω ότι με ήθελες προστάξει χωρίς εναντίωσιν, και σου τάσσω πως δεν θέλεις το μετανοήσει, που μου τον έδειξες.
Ο μπάρμπ’-Αλέξης ύψωσε την σημαίαν, εμετρίασε τον δρόμον και απέδωκε τας τιμάς. Ο κελευστής της βασιλικής ημιαλίας, όστις εγνώριζε τον μπάρμπ’- Άλέξην από πολλών ετών, δεν ηδυνήθη να μη θαυμάση την ευχέρειαν και την ραστώνην μεθ' ης έπλεε. — Μπράβο, καπετάν-Αλέξη, τω έκραξεν, είσαι πολύ σβέλτος. — Αλήθεια, απήντησεν ο μπάρμπ’-Αλέξης . . . και μάλιστα ο σύντροφός μου.
ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,
— Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γέρο-Χρήστος· και ξεπαστρέψτε τα, αυτά, το γληγορώτερο . . . και ξεκουμπισθήτε αποδώ, γιατί! . . . Διέκοψε, και έφερε την χείρα εις τον πώγωνα· είτα επέφερεν· — Είνε κι' άλλοι εδώ, που έχουν γένεια . . .
— Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ.
Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.
Εσκεπτόμην μόνον μετά πόσης χαράς θα φέρω την ορφανήν κόρην εις της μητρός μου τας αγκάλας. Προς το εσπέρας επανήλθεν ο Αγάς φέρων την Δέσποιναν, ανεχώρησε δε μόνος με τους δύο κοφίνους του Γιάννη επί του ζώου του. Αφού ανεχώρησε μ' έκραξεν ο Ζενάκης εις το δωμάτιόν του. Η Δέσποινα έτρεξε προς εμέ άμα εισήλθα.
Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών. — Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε; — Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον. — Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να γείνη διαιτητής.
— Καλώς τον κουμπάρο! έκραξεν η οικοδέσποινα. — Καλώς τον κουμπάρο! ετραύλισε και ο Σπληνογιάννης. Το ανδρόγυνον είχεν, ως φαίνεται, διπλαίς κουμπαριαίς, και εντεύθεν ηδύνατο να εικάση τις ότι θα επήγαζεν η διαφωνία μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχεν υποσχεθή, να δώση την ψήφον του εις τους κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν και λοιπούς.
Ύψωσε μετά τρόμου τους οφθαλμούς, αλλά δεν επρόλαβε να αναγνωρίση τον Μάχτον. Η λυχνία πεσούσα εκ της κόγχης, εφ' ης έκειτο, συνετρίβη, και σκότος βαθύ κατέστη εντός του σπηλαίου. «Θάρρος», έκραξεν ο Μάχτος, τείνων την χείρα. Εγώ είμαι, Αϊμά!» Η νεάνις απήντησε διά βαθέος στεναγμού, «Θάρρος», επανέλαβεν ο Μάχτος. Αλλ' η κόρη είχε χάσει τας αισθήσεις της και ελιποθύμησεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν