Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
— Ντουγρού, ντουγρού; — Ταμάιμα. — Μονοκοπανιά; — Τα ίσα, ζέρ; — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. — Του ρέμμα-ρέμμα; — Δε-δε-πάμι; — Δε πάμι, ζερ! Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του.
Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ προς αυτόν. Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή όχι.
— Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά.
— Ξυπνήσατε! ξυπνήσατε! έκραξεν ο πετεινός και επήδησεν εις μίαν σανίδα. Τα μάτια του ήσαν ακόμη βαρυμένα από τον ύπνον, άλλ' όμως έκραζε: — Τρεις όρνιθες εψόφησαν από αγάπην δι' ένα πετεινόν! Εμάδησαν όλα τα πτερά των! Τρομερόν δυστύχημα! Ας το ακούση η παρεπάνω γειτονιά, ας το μάθη ο κόσμος όλος! — Ας το μάθη ο κόσμος όλος, επανέλαβαν αι νυκτερίδες.
Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών: — Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.
— Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα πέση η σκεπή να μας πλακώση! — Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . . — Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία.
Αλλ' εις μάτην. — Κατάρα! έκραξεν ο νομιζόμενος Μάχτος, και ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξέφερε φωνήν χωρίς να μεταπλάση ή να παραποιήση αυτήν. — Δεν ομοιάζει με την φωνήν του Μάχτου! εσκέφθη η Αϊμά. Αλλ' όμως εξηκολούθει να πιστεύη ότι ήτο ο Μάχτος. Ο άγνωστος ελύσσα. Προσεπάθει εις μάτην να συντρίψη το κλείθρον εκείνο. — Τώρα, είπε, τώρα τι να κάμω;
— Αλήθεια; είπεν η Αϊμά, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Όλα γίνονται. — Πώς; ειξεύρεις λοιπόν να μ' ειπής; έκραξεν η Αϊμά. — Ειμπορεί και να ειξεύρω, είπε πανούργως η Σιξτίνα. Αλλά πρέπει να έχης υπομονήν. — Ω, είπεν η Αϊμά μετ' ατονίας, και τούτο εσήμαινεν: Αλλ' έχω παραπολλήν. Έως τώρα τίποτε άλλο δεν είχα. — Δεν σου λέγω με βεβαιότητα τίποτε, κόρη μου, είπε θωπευτικώς η Σιξτίνα.
— Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν