United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριεληά, το πελέκησε, τώκοψε και της το χάρισε να σέρνη το γέρικο κουφάρι της. Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γρηάς Δροσούλας. Δεν τάφινε απ' το χέρι της.

Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, — καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τάλεγε.

Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδίκαι το ξέρω πως είνεδεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε; Κωστ.

Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της.

Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές : — Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα το μάτι μου; — Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος, βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.

Ο τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθια, πως κι ο Ζώης από τες σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε· μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε 'στά λόγια τούτα πως τούχε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ωρκίστηκε να μη ξαναβγή. Εκλείστηκε με τη αδερφή του 'ςτο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάση τες στερνές μέρες του με κάτι απομεινάρια που τούχε αφήκ' η φωτιά κι ο χάρος.

Νέκρα και γύμνια κατοικεί στο φτωχικό της μείνεμα της άμοιρης Χρηστίτσας. Μα το στολίζει μέσα το σπιτάκι της, αγνή σαν του επιταφίου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Μα τομορφίζει η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της. Στης ακριβής της κόρης το ουράνιο χαμόγελο ξεχνά τα περασμένα της καλά η άμοιρη Χρηστίτσα.

Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζη μες στην άγρια νύκτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.