United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φύλακες αυτής ήσαν ζεύγος γερόντων Τούρκων, οίτινες μη έχοντες τέκνα προσεκολλήθησαν εις την νέαν Χίαν, ην μεχεχειρίζοντο ως θυγατέρα μετονομάσαντες μάλιστα αυτήν Αϊσσέ. Ότε δε ήλθεν η διαταγή να την οδηγήσωσιν εις Σμύρνην, οπόθεν επρόκειτο να επιβιβασθή διά Λιβόρνον, την συνώδευσαν κλαίοντες μέχρι της πρωτευούσης της Ιωνίας.

Δεν επανείδα έκτοτε το παρεκκλήσιόν μας ! Καθ' οδόν ο πατήρ μου με είπεν, ότι απεφάσισε να ζητήσωμεν επί τινας ημέρας την φιλοξενίαν δυο γερόντων θείων του, κατοικούντων εις το αγροκήπιόν των, όπισθεν του περικλείοντος τον Κάμπον βουνού.

Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη, ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου εφάνη μεγαλοπρεπέστατον.

Του εκατομμυρίου το όνειρον είνε της νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι παίδων, φέρονται πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του χρυσοφόρου βουνού, και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις τας τριβόλους και τας ακάνθας της ατραπού, και παρακάμπτουσιν οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους του νόμου, και φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα.

Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν, απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου.

Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση.

Ω λαιμοί των αθώων Παιδιών μας, ω πλευρά Σεβάσμια των μητέρων, Γερόντων κόμαι εις τ' αίμα Αθλίως βρεγμέναι! Εκδίκησιν ζητείτε; Η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι Τους ληστάς δεν αφίνουν Ατιμωρήτους. Αν φύγωσι το δρέπανον Θανατηφόρον, φάρμακα Επί τα χείλη ευρίσκουσι Του υμεναίου, και δράκοντας Εις τα ποτήρια.

Μια μόνο έφτασε να σαρώση όλα όσα μαζευτήκανε σε χρόνια. Σα χτυπημένοι από την ίδια μοίρα καθόνταν εκεί εκείνοι οι δυο, που λίγες στιγμές προτήτερα αιστανόνταν τον εαυτό τους ξανανιωμένον, κι ακούγανε τα βαρειά, τα λίγα λόγια των γερόντων, που τους ερήμωσε το σπίτι η πυρκαϊά.

Είνε αληθές ότι και η νεολαία του χωρίου του, παρά τον άμετρον σεβασμόν τον οποίον έτρεφε προς αυτόν, πολλάκις του έλεγε τι τοιούτο διά να τον πειράξη. Τα συνειθίζουν αυτά οι νέοι· να φαίνωνται ότι καταφρονούν την εποχήν των γερόντων και ότι ούτοι ζώσιν εις καλλιτέραν δήθεν.

Ποιος ήλθε τόσον ενωρίς να με καλημερίση; Παιδί μου! πρέπει ταραχή της κεφαλής μεγάλη να σ' έκαμε την κλίνην σου τόσον πρωί ν' αφήσης. Μετρά τας ώρας η φροντίς ‘ς τα μάτια των γερόντων, κι όπου Φροντίδες κατοικούν ο Ύπνος δεν φωληάζει· αλλ' όμως, όπου τα γερά τα μέλη της 'ξαπλόνει Νεότης ξέννοιαστη, εκεί ο Ύπνος βασιλεύει.