Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας• κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15 μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20 κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας• «Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25 απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».

Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη.

Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργότην άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασετην άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνιτου πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξιταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομούτο σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζετον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλάταις μάχαις των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.

Αχ! ίσια κατά την καρδιά μου ήρθε κ' έκρουσ' εκείν' η βοή! Οι άμοιροι! εχαθήκαν! Αν ήμουν εγώ τότε ένας μεγαλοδύναμος θεός, θα εβύθιζα μέσα στη γη τα πέλαγα, πριν καταπιούν έτσι το καλό πλεούμενο, μ' όσες απάνω του εβαστούσε ψυχές! ΠΡΟΣΠ. Ησύχασε· μην τρέμης άλλο· λέγε της ελεητικής καρδιάς σου ότι κανένα κακό δεν έγινε. ΜΙΡ. Ω! ημέρα του πόνου! ΠΡΟΣΠ. Κακό κανένα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν