Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Τι να κάμη η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως είταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξη. Και τώρα να δήτε το πιο παράξενο.
Όξου από λόου σου, νάχω το συμπάθειο . . . Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη . . . Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρά Γιαννού μ'! Μονάχα να την θωρήσης ν' αγροικήσης σε τι χάλι βρίσκεται . . . Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα. — Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.
Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' Αχιλέα.» Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.
Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξε — βγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.
Ο Έφις βρισκόταν πάλι εκεί πάνω, στο κτηματάκι. Αφού είχε τελειώσει ο καιρός της παραγωγής και είχε γίνει και η συγκομιδή των καρπών, ο Τσουαναντόνι, στον οποίο το αφεντικό είχε αναθέσει τη βόσκηση ενός κοπαδιού προβάτων στα βουρλοτόπια γύρω από το χωριό, έφυγε ικανοποιημένος. Να τος λοιπόν πάλι ο Έφις καθισμένος στη συνηθισμένη του θέση μπροστά στο καλύβι, κάτω από το γλαυκό φρύδι του καλαμιώνα.
'Σ την στάνην του Ψαλίδα Συμμαζωγμέν' οι πιστικοί ζενύχτιζαν 'ς τον γέννο, Κ' είχαν τον γέννον όψιμο, κ' ήταν μεγάλη η στάνη. Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο, Κι' απόδειπνα 'ς τ' αχύρινο, 'ς το τουρλωτό καλύβι. Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ' ασφάκες με παλιούρια. Μέσ' 'ςτήν κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.
Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν· — Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.
Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά.
Να, του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στο καλύβι του και άκουγε το αηδόνι που τραγουδούσε εκεί κάτω, ανάμεσα στα σκλήθρα: ήταν λες η φωνή του ποταμού εκείνο το κύμα αρμονίας που ξεχύνονταν για να δροσίσει τη νύχτα, και ήταν τόσο μελωδικό και σπαραξικάρδιο που και τα πνεύματα της νύχτας ακόμη μαζεύτηκαν στο φρύδι του λόφου και ξεπρόβαλαν ακίνητα για να το ακούσουν.
Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν