Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα.

Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.

Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου.

Την αυγήν ο βαστάζος όλος πρόθυμος, χαρούμενος και ενδυμένος εορτιάτικα επήγεν εις τον Σεβάχ Θαλασσινόν, ο οποίος τον εδέχθη με κάθε τιμήν και περιποίησιν. Και όταν εσυνάχθη ο διωρισμένος αριθμός των καλεσμένων, εκάθησαν εις το τραπέζι και εχάρησαν, ξεφαντώνοντες εις ένα παρόμοιον συμπόσιον με το χθεσινόν.

Οι χωρικοί άρχησαν το ξεφόρτωμα και με τη βοήθεια του γουμένου σε μισή ώρα έβαλαν την πραμμάτεια στο μαγαζί της Μονής, που ήταν έτοιμο από νωρίς και, αφού ο Μανάρας είπεν ό,τι είχε να πη του γουμένου, εκάθησαν στα ζώα κ' έφυγαν.

Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν. — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου. Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.

Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών. — Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο; — Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.

Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία.

Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της Λιγείας. Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου.

Ω κυρία μου, φώναξε ο βαστάζος, «άσε με να μείνω λίγο ακόμα. Δεν είναι δίκαιο οι άλλοι να έχουν ακούσει την ιστορία μου και εγώ να μην ακούσω την δική τους», και χωρίς να περιμένει την άδεια, εκάθησε στην άκρη του σοφά όπου καθόντουσαν οι κυράδες, ενώ οι άλλοι εκάθησαν ανακούρκουδα στο χαλί, και οι σκλάβοι στάθηκαν ακουμπώντας τον τοίχο.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν