Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Πάντα χαράμματα είναι για τις χορεύτρες νύμφες που ο Corot άφησ' ελεύθερες ανάμεσα στις ασημένιες λεύκες της Γαλλίας. Σ' αιώνια χαραυγή κουνιώνται κείνες οι λεπτούτσικες διάφανες μορφές, που τάσπρα τρεμουλιαστά ποδαράκια τους φαίνονται σαν να μην αγγίζουν το δροσοποτισμένο χορτάρι που πατούνε.

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. Ογκωμένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται 405 Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. 410 Ογκομένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Τα χελιδόνια πρόβαλαν το μαύρο κεφαλάκι τους από τις φωλιές στο χαγιάτι κοιτάζοντας τους συντρόφους τους που πετούσαν χαμηλά σαν ν’ ακολουθούσαν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό χορτάρι του παλιού νεκροταφείου. «Έφις, μου φαίνεται πως δεν είσαι πολύ καλά.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

Και νερό αναβρύζοντας από κάποια πηγή έκανε να τρέχη ποταμάκι ως που και λειβάδι χαριτωμένο απλώνονταν εμπρός στη σπηλιά, επειδή από την υγρασία φύτρωνε πολύ και μαλακό χορτάρι. Κ' ήταν εκεί κρεμασμένα και καρδάρες και παγιαύλια και σουραύλια και φλογέρες, γεροντότερων βοσκών τάματα. Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε.

Τότε μέσα στο φως του φεγγαριού ένας κόσμος γεννήθηκε. Ο κάμπος γέμισε από κατάλευκες σκιές. Οι σκιές απλώθηκαν ολόγυρα κ' έγιναν ασπροντυμένες παρθένες με χρυσά μαλλιά στους κατάλευκους ώμους, και παλικάρια ψηλά και λεβέντικα, με ασημένιες φορεσιές. Τα παλικάρια αγκάλιασαν τις παρθένες και στήσανε χορούς απάνω στο ανθισμένο χορτάρι.

Τα περιστέρια και τα ορνίθια, τα ζώα μικρά μεγάλα, πέρναγαν από τόνα στ' άλλο δίχως ξεσυνέριση· πίνανε το νερό τους, σήκωναν το χώμα τους, έτρωγαν το χορτάρι και τους καρπούς ανεμπόδιστα. Οι μέλισσες τρυγούσαν τον ανθό πότε αποδώ και πότε αποκεί, με την ίδια ευχαρίστηση. Έτσι το ηύραν από μιας αρχής, πριν να γίνη ο Ευμορφόπουλος χτηματίας.

« Συρέτε να ρωτήσητε » Τον Πίνδο με τα χιόνια. » Αν είδεν από μένανε » Αγριώτερο λοντάρι . » Απέθανα· και φύτρωσε «'Στήν Ήπειρο χορτάρι » Όλο δροσούλα και ζωή. » Ήλθαν τα χελιδόνια.» « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε » Την Ήπειρο σκοτάδι, » Τον ουρανό της 'σκέπαζε » Σύγνεφο θολωμένο, » Και το φεγγάρι πρόβαλλε » Τη νύχτα 'ματωμένο, » Χειμώνας μαύρος ήμουνα, » Ήμουνα μαύρο βράδυ

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν