Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Και όταν εξύπνησα εκατάλαβα πώς ανέλαβα ολίγον τι τας δυνάμεις μου και ανέβηκα υψηλά εις ένα λόφον, διά να αγναντεύσω το νησί και να ημπορέσω να γνωρίσω πού ευρίσκομαι.
Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θαλασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου διά να κοιμηθώ ολίγας ώρας. Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλ' είχα χάσει τον ύπνον μου δι' όλην την νύκτα. Τα βήματά μου μ' έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.
Μα το χαράκι εψήλωνε, όλο κεψήλωνε που σε μάκη ώρα δε σε διαντέριζα. Ήσουνε μική, μική, σαν ένα πουλί. Κι αληθινά είχες φτερούγες· σε λίγη ώρα επέταξες κιαπάνω σ'αυτό εξύπνησα. — Κείντα να λέη αυτό τόνειρο, μα; είπε η άρρωστη. — Το χαράκι 'νε δύναμη· τα φτερά και το πέταμα δίδουν υγειά και κάλλη· και το κόκκινο 'νε γλίγωρο. Γιαυτό τόνειρο πήα στου Ταχτικού και μου το ξεδιάλυνε.
Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο, και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιας ανετράπησαν. Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου.
Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ εξύπνησα όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο Δεληγεώργης είχε καταβή από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ' επερίπαιξες διά το πάθημά μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες.
Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα.
Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα διηγηθώ·
Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.
Ανεπόλει πως, ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης... — Να με συμπαθήσης, παππά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως δεν τον προφθάσης. Ο παππά Νάρκισσος ηγέρθη.
Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου. Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως: — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου. — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου! — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν