Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ο Βάραγγας απελπίσθηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε πρώτο λόγο είχε να τον ερώτηση: — Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από τον γαμπρό σου; Άρχισε να θυμώνη. — Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο! εσυλλογίσθηκε. Όταν όμως ελάβαινε γράμμα έτρεχε να το διάβαση στον καφενέ, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες να το ακούσουν όλοι.
Μπορούσε να ελπίζη πως ο σύζυγός της θα την έβλεπε με την αληθινή της όψη; θα την εδέχετο χωρίς καμμιά προκατάληψη; και θα επιθυμούσε να διαβάση εκείνος στην ψυχή της; Και όμως, πάλι, μπορούσε να προσποιηθή μπροστά στον άντρα της, εμπρός τον οποίον πάντοτε σαν κρύσταλλο ήτανε ανοικτή και ελεύθερη και εις στον οποίον ποτέ δεν έκρυψε κανένα αίσθημά της, ούτε μπορούσε ν' αποκρύψη; Και το ένα και το άλλο της έδινε φροντίδες και την έβαζε σε στενοχώρια· και πάντοτε γύριζαν η σκέψεις της πάλι προς τον Βέρθερο, ο οποίος ήτανε γι' αυτήν χαμένος, τον οποίον, δεν μπορούσε ν' αφήση στον εαυτό του και εις τον οποίον, αν την έχανε, δεν έμενε τίποτε πια.
— Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν