Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα. — Ο Θεός να δώση, Στρατή. — Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνη — Θεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε.
Μια και τη συναναστράφηκε, ξαναζωντάνεψαν μέσα του όλες οι χαρές που απόλαψε μαζί της στα παιδιάτικα χρόνια του. Το αλισωμένο λάφι ξαναγύρισε στη φυσική ποτίστρα και πίνει αχόρταγα το άδολο νερό. Σα δεν πήγαινε στο σπίτι ο Δημητράκης κατέβαινε εκείνη και τον έσμιγε. Κ' οι δυο τους νοιώθανε τον ίδιο πόθο. Τρέχανε στα βουνά και τους λόγγους σαν αγρίμια.
Ας είνε το λοιπόν, απεκρίθη εκείνη, επειδή και είσαι τόσον σταθερός, ύπαγε να περάσης το επίλοιπον μέρος της ημέρας εις άλλον τόπον, και προς το βράδυ ξαναγύρισε εδώ γιατί έχω να σου μιλήσω. Έτσι λέγοντας ετραβήχθη από το παραθύρι, και με άφησε γεμάτον από χαράν, αγάπην και ελπίδα.
Η Γκριζέντα όμως, ακουμπισμένη στον τοίχο, με το μωρό να της βυζαίνει τα κουμπιά της μπλούζας, κοίταζε κι εκείνη το δίσκο που έλαμπε στο μπαλκόνι και τα μάτια της έμοιαζαν μαγεμένα, όπως εκείνα της προγιαγιάς της όταν τις νύχτες με φεγγάρι κατασκόπευαν τα στοιχειά που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο Έφις ξαναγύρισε μετά τρεις μέρες. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος.
Γιατί είχα δυσπιστήσει σ' αυτή, είχα δυσπιστήσει στην αγάπη της, αφού δεν άφινε να τη φέρω από τα θάνατο στη ζωή, για να ζήση μαζί μου. Τώρα έπαψε πια η αντίστασή της. Το αιστανόμουνα κάθε στιγμή που καθόμουνα κοντά της, σε κάθε λόγο που μου μιλούσε. Είτανε σαν η αρρώστεια να τα σάρωσε όλα μέσα της και σα να ξαναγύρισε η Έλσα καθαρισμένη κ' εξαγνισμένη.
Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.
Από όταν ξαναγύρισε στην Καρολίνα, αυτός ήτανε ο σκοπός του και η τελευταία του ελπίδα, αλλά είχε αποφασίσει η πράξη του αυτή να μην είναι πρόωρη και απερίσκεπτη, να κάμη το διάβημα με αληθινή πεποίθηση και με τη δυνατή αταραξία.
Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα.
Τον ψηλάφισε ολόκληρο, χτύπησε τα δάχτυλά επάνω στην κοιλιά του που ήταν σκληρή σαν τύμπανο, τον γύρισε, τον ξαναγύρισε και έριξε επάνω του το χράμι σαν σε ζύμη που ανεβαίνει. «Το συκώτι μάς κάνει άσχημα αστεία. Πρέπει να πας στο κρεβάτι, Έφις.»
Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν