Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
— Είνε μακρυά, παιδί μου, απ' εδώ η πόλις και η Σπίθα, αφ' ότου απέκτησε το γαϊδουράκι της, έγινε ζώον πεισματάρικο· επειδή δεν με βλέπει πλέον εμένα έξω, δεν εννοεί να υπακούση εις κανένα. Πριν έλθης, είχα στείλει με αυτήν ένα χωριατόπαιδο να μου φέρη τον γιατρό, αλλά το έρριψε 'ς τον δρόμον κ' εγύρισε πίσω με κλάματα.
Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο ένας 'ς τον άλλον.
Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.
Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και: — Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε; — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψης; Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κ' έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχταις — δεν έβλεπε τίποτε.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.
Μα δεν εγύρισε πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη. Και ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου φανερώση εις την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη.
— Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του. Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος.
Είπε μία στιγμή να φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν