Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ήρχοντο προς την πόλιν και η Νευρίς τους ηκολούθησε έως στο Δίπυλον• αλλ' επειδή ο Κλεινίας δεν εγύρισε να την κυτάξη, επέστρεψε χωρίς να έχη τίποτε θετικόν να μου πη. Δεν μπορείς να φαντασθής τι έχω υποφέρη από τότε να σκέπτωμαι τι έχει μαζή μου το αγόρι μου, μήπως το δυσαρέστησα εις τίποτε ή μήπως αγάπησε άλλην και μ' εμίσησε, ή μήπως ο πατέρας του τον εμπόδιζε να έλθη.

Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας.

Ο γέρων ευθύς που εμβήκεν ωμίλησε κρυφά ενός σκλάβου του, ο οποίος ύστερον από ολίγον εγύρισε με ένα πραγματευτήν που είχεν εις ένα μποχτζά διάφορα φορέματα ανδρίκια και γυναίκια.

Η Ιζόλδη τον ακολούθησε με το μάτι κι' όσο μπορούσε να τον κυττάζη μακρυά, δεν εγύρισε καθόλου το πρόσωπό της. Με την είδησι του συμβιβασμού, μεγάλοι και μικροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν αθρόοι έξω από την πόλι να υποδεχτούν την Ιζόλδη. Καταλυπημένοι για την ιστορία του Τριστάνου, χαιρέτιζαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιστροφή της Βασίλισσας. Η καμπάνες χτυπούσαν.

Πού πας, Ασημίνα; φεύγεις; τη ρώτησε. Εκείνη τρόμαξε· πίστεψε πως έβλεπε φάντασμα. Στριμώχτηκε όσο μπόρεσε στον τοίχο για να μη την αγγίξη στο πέρασμά του. Όταν έφτασε στην πόρτα αναστέναξε, σα να κύλισε πέτρα απ' το στήθος της. Εγύρισε και είδε πίσω της στα σκοτεινά της σκάλας. Στο κεφαλόσκαλο σαν προύτζινα αγάλματα φαίνονταν οι κορμοστασιές του αξιωματικού και της κυρίας της.

Ο Αλβέρτος εγύρισε και η Καρολίνα επήγε να τον υποδεχθή με στενόχωρη σπουδή· δεν ήταν φαιδρός, η υπόθεσή του δεν ήταν τελειωμένη, είχε εύρει τον γείτονα έπαρχο άκαμπτο και μικρόμυαλο άνθρωπο. Κι' ο κακός δρόμος ακόμη τον είχε κάνει δύσθυμο.

Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς την Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου δεν ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη τους εξορκισμούς του.

Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.

Και ο μεν Ευθύδημος εσιώπησεν· ο δε Διονυσόδωρος εγύρισε τον λόγον εις την προηγουμένην απάντησιν του Κτησίππου και τον ηρώτησε·Λοιπόν σου φαίνεται πως είναι καλόν να έχη κανείς και χρυσόν; — Βέβαια, και μάλιστα και πολύν, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Και δεν φρονείς ότι τα καλά πράγματα πρέπει να τα έχη κανείς παντού και πάντοτε; — Αναμφιβόλως, είπεν.

Αυτά 'πε• τότ' εγύρισετο πλήθος των μνηστήρων, όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590 κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου• ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595 ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν