Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουλίου 2025


Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι. — Και έπειτα; — Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον. — Και είσαι συ εκ των ολίγων; — Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα. — Και τι μέσα έχεις; — Όσα θέλω. Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν.

Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του. — Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή; — Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς. Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου; — Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής. Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα. — Διατί γελάς; — Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας.

Αλλά δεν μ' είπες τι συμφέρον έχει ο Τρανταχτής εις την υπόθεσιν αυτήν. Ο Σκούντας ηναγκάσθη ν' αυτοσχεδιάση ιστορίαν τινά, και να διηγηθή αυτήν προς την Βεάτην. — Ο Τρανταχτής ήλπιζεν ότι την βλέπεις καθ' ημέραν, και διά τούτο ήθελε να σου την συστήση να την περιποιήσαι. Ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της.

Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Δεν είνε εδώ; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Ο Τρανταχτής έχει λοιπόν συμφέρον διά την νέαν ταύτην; — Βέβαια, έχει συμφέρον. — Και ποίον συμφέρον έχει; επέμεινεν η Βεάτη. — Δεν είνε εδώ πρώτα; ηρώτησε κατ' επανάληψιν ο Σκούντας. — Ποίον συμφέρον έχει; είπεν αύθις η Βεάτη. — Συμφέρον... και πολύ μεγάλο συμφέρον. Αλλά δεν μ' είπατε αν είνε εδώ αυτή.

Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.

Αλλά δεν είνε παράξενον, μοι φαίνεται, επανέλαβεν ο Τρανταχτής, να το έμαθα από τον Πάπαν, αφού αυτός, διά τον οποίον ομιλούμεν, είνε καρδινάλιος. — Το ειξεύρω. — Και από τον καρδινάλιον έως τον Πάπαν δεν είνε, μοι φαίνεται, μεγάλη απόστασις. — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' ας είνε, εγώ σοι λέγω ότι το έμαθα από τον θαλαμηπόλον του. — Και τον γνωρίζεις; — Είνε φίλος μου.

Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ.

Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος. Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι. — Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων. — Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν