Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Το γνοιάστηκαν η άλλαις, Και γίνοντ' άφανταις με μιας και μένει η ερωτεμμένη. Χρυσώνεται η ανατολή . . . . να και λαλεί τ' ορνίθι .... Στέκει ο Γιαννούλας . . . αγκαλιά και τη Νεράιδ' αρπάζει Και τήνε φέρει 'ς το χωριό....................... Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι. Κι' εβλάστησε απ' το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι . . . . Μ' άλλαξε κι' όλας ο καιρός.
Όμως γιατί των Τρώων να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδωπέρα να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης; Τι, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340 τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιας τήνε πήρα σκλάβα.
Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλήτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.
Τηνέ μοίραζε αλύπητα στο λαό του ο Αθανάσιος. Αθώρητος βασίλευε και κυβερνούσε το ποίμνιο, κατατρεγμένο και βασανισμένο καθώς είταν από κακορρίζικο Βασιλέα.
Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα. — Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!
Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!
Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα πούχε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κεγώ; Κέτσι μούδωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θαύρισκα, για να φαίνωμαι θυμωμένος κιαδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω 'γώ σα δε θέλει να τήνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.
Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τηνε γλύτωσε ο γέρο Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ' αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πη πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ' έπαιρναν τα δάκρια κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα.
Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λουλούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τηνε στερείται το έθνος του. Λες και τόκαμε όρκο, κ' είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου.
Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν