United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν. — Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle... — Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα! — Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι!

Ιδού αληθής εραστής ποιήσεως! — Ανέκραξα εγώ μετ' ενθουσιασμού. — Βέβαια! Διά ν' απολαύση όσον το δυνατόν περισσότερον ουρανόν εν τω μέσω της υλικής πεζότητος του βίου. Έπειτα και έν άλλο. Ο πατήρ σου δεν ομοιάζει τους αχαρίστους εκείνους, οίτινες τρώγουν τους καρπούς, χωρίς να ενθυμώνται το δένδρον. Ο πατήρ σου είναι φίλος και των ποιητών.

Εις την Χίον ; ανέκραξα, ότε μου εξεμυστηρεύθη ο πατήρ μου την απόφασίν του. Μη εκεί θα είμεθα ασφαλέστεροι απ' εδώ ; ― Εκεί θα είμεθα όλοι ομού με την μητέρα και τας αδελφάς σου. Ή θα σωθούμεν μετ' αυτών, ή όλοι ομού ας καταστραφώμεν ! Εν τω μεταξύ προητοιμαζόμεθα. Αλλ' ούτε καιρόν διά προετοιμασίας είχομεν, ούτε ηθέλομεν να προδώσωμεν δι' ακαίρων μέτρων το μυστικόν σχέδιόν μας.

Και μετά τινα σιγήν επρόσθεσε κλαυθμηρά τη φωνή: — Εγώ ούτε ματαιόφρων, ούτε κούφος, ούτε μικρόψυχος είμαι, ως η ανόητος Νεάπολίς σου! Αλλά συ τέτοιος ήσουν πάντοτε. Πάντοτε μ' έπαιρνες για τ ρ ελ λ ο κ ό ρ ι τ σ ο! — Τι συκοφαντία! ανέκραξα εγώ ανακαγχάσας, όπως προλάβω το κακόν, αλλά ήτο πολύ αργά!

Ησθάνθην την κεφαλήν μου ιλιγγιώσαν εκ της απιστεύτου αυθαδείας του ξένου. Ώρμησα κατόπιν αυτού, και τον συνέλαβον από της χειρίδος. — Πού πας; ανέκραξα. Πίσω! Μην ετρελλάθης χριστιανέ! — Κοιμάται ή έξυπνη είνε; μοι απήντησεν απαθώς. — Πού είσαι; Εδώ είνε μέρος ιερόν, είνε άσυλον! — Μην κάμνης θόρυβον, μη την εξυπνήσης, μοι είπεν ησύχως. Δεν ηδυνήθην να τον εμποδίσω και ήνοιξεν ήδη την θύραν.

Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο· — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου. — Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πώς κατήντησες εδώ;

Κύριέ μου, είπε, σας χρεωστώ μίαν εξήγησιν. Σας την χρεωστώ τόσον μάλλον, καθόσον εννοώ κάλλιστα ότι επισπεύδετε την αναχώρησίν σας εκ λεπτότητος, και σας εντρέπομαι διά τον τρόπον με τον οποίον σας υπεδέχθην εις την οικίαν μου. — Ω, Κύριε Μελέτη! ανέκραξα.