United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝ. Αλλ' ότι μεν γίνεσαι νερόν, ω Πρωτεύ, δεν είνε απίθανον, αφού ζης εις την θάλασσαν• και ότι μεταμορφούσαι εις δένδρον και τούτο δύναται να εννοηθή• ούτε και είνε όλως απίστευτον ότι μεταμορφώνεσαι εις λέοντα• αλλ' ότι είνε δυνατόν να μεταβληθής εις πυρ, ενώ είσαι κάτοικος της θαλάσσης, τούτο με εκπλήττει καθ' υπερβολήν και δεν το πιστεύω. ΠΡΩΤ. Μη απιστής, Μενέλαε, διότι αυτό γίνεται.

Και άρχισε να κολνά και ανεβαίνη εις το δένδρον και φθάνοντας τον σύντροφόν μου που ήτον παρακάτω, τον εκατάπιε και ανεχώρησεν.

Τα φύλλα του σίτου και της κριθής έχουσι τέσσαρων δακτύλων πλάτος, εκ δε της κέγχρου και του σησάμου τόσον μέγα δένδρον γίνεται, ώστε, μολονότι το ηξεύρω, όμως δεν θα το αναφέρω, πεπεισμένος ότι όσοι δεν είδον την Βαβυλωνίαν χώραν θα νομίσωσιν απίστευτα και όσα είπα περί των δημητριακών καρπών. Οι κάτοικοι δεν μεταχειρίζονται ελαιόλαδον, αλλά σησαμόλαδον.

Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνούΠλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστάτην ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένοτο κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.

Αντί όλου του έξω κόσμου, τον οποίον είχα ιδικόν μου, μου έφεραν εδώ αυτό το χορτάρι και σε μαζή! Αχ, μ' ενθυμίζεις τι έχασα! Κάθε σου φύλλον μου είναι έν άνθος, και κάθε χόρτον μου είναι έν δένδρον. — Ας ημπορούσα να την παρηγορήσω, έλεγε μέσα του το χαμόμηλον. Εν τούτοις ενύκτωσε, και δεν ήλθε κανείς να ποτίση το φυλακισμένον πουλάκι.

ΜΑΚΒΕΘ Εάν μου είπες ψεύμα, στο πρώτον δένδρον ζωντανόν να σε κρεμάσω θέλω, όπου να γείνης, κρεμαστός, ξερός από την πείναν!

«Χιλιόχρονο ρουπάκι» σ. 138 Ρουπάκι είδος δρυός. Quercus robur. Εκ των ωραιοτέρων και ρωμαλαιοτέρων της μεγάλης ταύτης οικογενείας διακλαδώσεων. Η κυρίως δρυς καλείται δένδρον , ίσως ως το κατ' εξοχήν φυτόν καθώς και άλογον ο ίππος. Η δε μακροβιότης του ρουπακιού κατήντησε παροιμιώδης. «Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομανητό του » σ. 138

Και αφού άφησε την κυβέρνησιν της βασιλείας του εις τα χέρια του βεζύρη του, εκαβαλλίκευσεν ένα του καλόν άλογον, και εμίσευσε μόνος του αγνώριστος διά νυκτός, χωρίς να πάρη τινά μαζί του. Περιπατώντας λοιπόν αρκετές ημέρες, έφθασεν εις τα σύνορα του βασιλείου της Θέμπας, και πριν να φθαση εις την βασιλεύουσαν, ηθέλησε να αναπαυθή υποκάτω εις ένα δένδρον πολλά φουντωτόν.

Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ των νήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις και απότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτε νερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς και επροχωρήσαμεν από μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και παρετηρούμεν ότι ο τόπος ήτο υπερβολικά άσχημος.