United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο ΓύφτοςΚαι τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.

Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.

Έτσι λέγοντας επήρα μίαν θηλιάν και εμβήκα εις το περιβόλι μου, επλησίασα εις το δένδρον που μου έδειξεν ο πατέρας μου, και μου εφάνηκε πολλά αρκετόν εις την βουλήν μου.

Η μικροτέρα όμως εκεί κάτω έχει την ηλικίαν της γυναικός μου, τον Οκτώβριον θα είναι πενήντα ετών. Ο πατέρας της την εφύτευσε την πρωίαν της ημέρας που αυτή προς το εσπέρας εγεννήθη. Ήτον ο προκάτοχός μου εφημέριος, και πόσον αγαπητόν του ήτο το δένδρον, δεν δύναμαι να σας πω, αλλά και εις εμέ δεν είναι ολιγώτερον αγαπητόν.

Εις εκείνο το αναμεταξύ εσήκωσεν η γυναίκα τα μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον τους δύο εκείνους άνδρας και τους έκαμε νεύμα να κατεβούν, αλλά χωρίς να κάμουν κτύπον, και αυτοί πάλιν με νεύματα την επαρακαλούσαν να τους συμπαθήση διά τον φόβον του Τελωνίου.

Την αυγήν ξεμακρύναντες από το περιγιάλι εύρομεν ένα μεγαλότατον και υψηλότατον δένδρον, εις το οποίον επάνω εκρίναμεν εύλογον να ξενυκτίσωμεν την ερχομένην νύκτα προς φύλαξιν της ζωής μας. Λοιπόν προς το βράδυ, αφού εφάγαμεν αρκετά οπωρικά διά την πείναν, ανέβημεν εις το δένδρον υψηλά και μετ’ ολίγην ώραν της νυκτός ιδού και ακούομεν το σύρισμα του όφεως υποκάτω εις εκείνο το δένδρον.

Όθεν αφιέρωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον μέγαν Προφήτην διά να με παρηγορήση και ανέβηκα εις υψηλόν δένδρον μήπως και διακρίνω κανένα πράγμα που να μου δώση καμμίαν ελπίδα.

Και όταν εξεσκέπασαν το πρόσωπόν των και έβγαλαν τους φερετζέδες, ήσαν οι δέκα γυναίκες, και οι άλλοι δέκα αράπηδες, και καθένας εκρατούσε από το χέρι την αγαπητικήν του· και τότε η βασίλισσα εκτύπησε τα χέρια και εφώναξε· Μασούδ, Μασούδ, και ιδού κατέβη από ένα δένδρον ένας άλλος αράπης και έτρεξεν εις την βασίλισσαν και την αγκάλιασεν, ως αγαπητικός της.

Και ευθύς εκαβαλίκευσαν τα άλογά τους και επήραν μίαν στράταν παράμερον αγνώριστοι, και όλην την ερχομένην ημέραν επεριπάτησαν έως που ενύκτωσε· και εκείνην την νύκτα εκοιμήθησαν εις ένα δάσος, και όταν εξημέρωσε πάλιν ακολούθησαν τον δρόμον των έως το μεσημέρι, οπού έφθασαν εις ένα λιβάδι σιμά εις την θάλασσαν, και έμειναν υποκάτω εις ένα δένδρον διά να αναπαυθούν από τον κόπον, και άρχισαν να συνομιλούν διά την ασέλγειαν των γυναικών των.

Εγώ σε ερώτησα, είπεν η Τουρανδότη, ποίον είνε εκείνο το δένδρον που τα φύλλα του είνε από το ένα μέρος μαύρα, και από το άλλο άσπρα. Ετούτο το δένδρον, απεκρίθη ο Καλάφ, είνε ο χρόνος, ο οποίος είνε συνθεμένος από ημέρες και νύκτες. Ετούτη η απόκρισις εφάνη παρομοίως επαινετή εις όλους του Ντιβανιού, και έλεγαν ότι αυτή είνε αληθινή διάλυσις και έδιδαν χιλίους επαίνους εις τον Καλάφ.