United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθητην όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. και αυτ' είπετον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• «Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, 'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδοςεμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφήτους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησετα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασετο νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι•τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».