Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Τέλος οι Έλληνες, ενθαρρυνθέντες από τα συμβάντα της νυκτός, επεχείρησαν έξοδον γενναίαν και έτρεψαν εις φυγήν τους βαρβάρους. Ενώ δε εκείνοι έφευγαν μετά τρόμου, εξήρχοντο εις καταδίωξίν των και αι γυναίκες και τα παιδία και επροχώρουν μέχρι του στρατοπέδου των.

Δεν μου λέγεις ποίος είναι ο ισχυρότερος δεσμός δι' οποιονδήποτε ζώον, διά να μένη οπουδήποτε, η ανάγκη, ή η επιθυμία; Ερμογένης. Πολύ ανωτέρα είναι, καλέ Σωκράτη, η επιθυμία. Σωκράτης. Λοιπόν φρονείς ότι δεν θα έφευγαν πολλοί από τον Άδην, εάν αυτός δεν έδενε με τον ισχυρότερον δεσμόν εκείνους οι οποίοι πηγαίνουν εις το μέρος του; Ερμογένης. Και βέβαια. Σωκράτης.

Ήξευρα ότι αι κυρίαι ντε Σ . . . και Τ . . . με τους άνδρας των θα έφευγαν μάλλον παρά να μείνουν εις την συντροφιά σαςήξευρα πως ο κόμης δεν μπορεί να τα χαλάση με εκείνους, — και τώρα ο πάταγος! — Πώς, δεσποινίς; είπα, και έκρυψα τον τρόμο μου· γιατί όλα, όσα προχθές μου είχεν ειπεί ο Αδελίνος, μου έρρεαν τη στιγμήν αυτή σαν καυτό νερό μες τις φλέβες. — Τι μου εκόστισεν αυτό έως τώρα, είπε το γλυκύ πλάσμα, ενώ δάκρυα της ήρχοντο εις τους οφθαλμούς. — Δεν ήμουν πλέον κύριος του εαυτού μου, διενοούμην να ριφθώ εις τα πόδια της. — Εξηγηθήτε μου, ανεφώνησα.

Αλλά το λιμάνι ήταν έρημο, γιατί μόλις είχε χαράξει, κ' έτσι κανείς δεν είδε τον αντρείο να καλπάζη κατά το μέρος που τούδειξε η γυναίκα. Ξαφνικά, πέντε άνδρες ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σπηρούνιζαν τάλογά τους, με τα χαλινάρια αμπολημένα, και έφευγαν κατά την πόλι.

Γύρισαν αμέσως αυτοί να χτυπήσουν τους Ούνους. Οι άλλοι όμως οι δικοί μας, που ως τα τώρα έφευγαν, γύρισαν τώρα κι αυτοί καταπάνω στους Πέρσους. Οι άλλοι Πέρσοι πάλε, που έμειναν απέξω μαζί με τους «Αθάνατους», άμα είδαν την ιερή τους σημαία πεσμένη, τρέξανε να χτυπήσουν όσους είχαν κοντά τους. Έγινε σκοτωμός πολύς. Έπεσε κι ο Πέρσος ο στρατηγός εκείνης της μεριάς, ο Βαρεσμάνης.

Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων. Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.

Και όταν φυσούσε ο δυνατός βορηάς, η λεύκα βογγούσε με ανθρώπινο βογγητό· και όταν έπαιρνε η δυνατή νοτιά, από μέσα από τα κλαδιά της έβγαιναν ανθρώπινα αναφυλλητά· και όταν έπεφτε το σκοτάδι και τα άλλα δένδρα έγερναν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, αυτή μονάχη και ξεχωριστή εφάνταζε σαν ψηλό φάντασμα, άγρυπνο και καταραμένο, χωρίς ύπνο, που άπλωνε πάντα και όλο άπλωνε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που έφευγαν κ' εγλυστρούσαν απάνω στα νερά του ποταμού.

Και είμαι εγώ εκείνος που τα σκάρωσε όλαΣτην πόρτα η Νοέμι έστρεψε για να του κάνει αντίο με το χρυσό σταυρό. Αντίο. Κι εκείνος, όπως συνέβη και με τον Τζατσίντο, σχημάτισε την εντύπωση πως εκείνη ήταν που πέθαινε. Έβγαιναν όλοι, έφευγαν. Η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, σαν να ήθελε να τον σκεπάσει με τις μαύρες φτερούγες της. «Θα γυρίσω σύντομα, εγώ, μόλις τους συνοδεύσω.

Έν απόγευμαήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο.

Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν