Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170 οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του• η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175 και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180 Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».
Έχομ' ένα κελλί εγώ μ' έναν πληθοκτίστη κ' έναν καπνοδοχοκαθαριστή, αλλά ποτέ δε μου δίνουν τη σκούπα!» Όταν κάποιος φίλος του τον κατέκρινε για το φόνο της Helen Abercrombie, σήκωσε τους ώμους κι απάντησε: «Μάλιστα, ήταν φοβερό πράμα, μα κ' εκείν' η ευλογημένη είχε κάτι σφυρά πολύ χοντρά».
Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...
Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις.»
Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.
Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.
Εκείνος κατέστρεψε την οικογένεια…..» «Εάν δεν υπήρχε εκείνος, η αφεντιά σας δεν θα είχε γεννηθεί!» Ο Τζατσίντο σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι. Μάτια γεμάτα απελπισία. «Και γιατί γεννιόμαστε;» «Καλό και αυτό! Επειδή είναι θέλημα Θεού!» Ο Τζατσίντο δεν απάντησε∙ κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει.
Μα καλοδέξου την εσύ και στρώσ' της τώρα δείπνο ως που σφυριά και σύνεργα ν' αφίσω εγώ στην άκρη.» Είπε, κι' αλάργα απ' τη φωτιά τα φυσερά του βάζει, 410 και σήκωσε οχ το κούτσουρο το γιγαντένιο αμόνι, κι' όλα τα σύνεργα έπειτα που δούλεβε μαζέβει μες σε μια γούρνα ασημωτή.
Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας.
Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου, δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσεις.» Είπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει, 655 και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διο χέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν