Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Έτσι θα γίνουν οχτώ, και τον Ιούλιο, μα την αλήθεια, θα σου τα επιστρέψω μέχρι την τελευταία δεκάρα…..» Η τοκογλύφος δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε για πολλή ώρα από πάνω μέχρι κάτω, σήκωσε το χέρι και τον μούντζωσε.

Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Πάει στου Πασά του Μιστρώς ταφτί, πως ο Νάκο-Μήτρας, τως και τως· σήκωσε κεφάλι με τα καλά του και σήκωσε κεφάλι, ακούς, με την πλουτοσύνη του. Μαζώνει τάχα μου εκεί τους ραγιάδες γύρω και ξεφαντώνει. Και τους συβάνει να το σηκώσουν μιαν αβγινή ξαφνικά, να βαρέσουν τον Τούρκο. Δε χάνει καιρό, οπού λες, ο καλός σου Πασάς και βάνει μια νύχτα κρυφά και σκοτώνει το Νάκο-Μήτρα, το χρυσόν άθρωπο.

ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι. Ήταν μαζί της και η μικρή Λουίζα. Ρώτησέ την να σου τα πη. ΑΡΓΓΑΝ Στείλε μου την εδώ, αγάπη μου, στείλε μου την εδώ. Α! την αδιάντροπη. ΛΟΥΙΖΑ Τι με θέλεις, μπαμπά; Η μαμά μού είπε πως μ' εζήτησες. ΑΡΓΓΑΝ Ναι. Έλα κοντά. Προχώρησε. Γύρισε από 'δω. Σήκωσε τα μάτια σου. Κύτταξέ με. ΛΟΥΙΖΑ Τι είνε, μπαμπά; ΛΟΥΙΖΑ Τι; ΑΡΓΓΑΝ Δεν έχεις να μου πης τίποτα;

Φωνάζει ο λαός και διαμαρτυριέται. Αυτό ήθελε κι ο Ευσέβιος. Καταμηνάει το λαό του Κωσταντίνου, πως τάχα σήκωσε Στάση. Ακούγει Στάση ο Κωνσταντίνος και φρενιάζει. Στέλνει αμέσως έναν Κόμητα της Αυλής του κ' επικυρώνει τη συνοδική την απόφαση.

Αυτά 'πε καιτον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 «Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».

Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πωΣώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν