Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροί — και να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.
Δύο έτη έκλαιον εν τη νήσω του καπετάν Θοδωρή, η σύζυγος αυτού Γερακούλα και τέσσαρες θυγατέρες του, ωραίαι και ξανθόμαλλοι, δροσεραί ως αφρός της θαλάσσης κ' εύμορφοι ως μυρσίνης κλωνάρια.
Η Γερακούλα, αν και αι αναμνήσεις της από της θαλάσσης ήσαν τόσον πικραί, με χαράν ωσαύτως το ήκουσε το χαρμόσυνον άγγελμα, θεωρήσασα τούτο ως άνωθεν προωρισμένον υπό της θείας προνοίας, δεν εσυλλογίσθη καν τας θλίψεις και την αβεβαιότητα του θαλασσινού βίου. Άλλως, τι εν τω κόσμω είνε βεβαιότερον;
— Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμε 'ς τη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!
Μόλις ανεπαύθη την νύκτα η φιλόπονος αύτη οικογένεια από του κόπου του διημέρου εκείνου ταξειδίου, και ητοιμάζετο λίαν πρωί να μεταβή εις Κεχρεάν, εις το μακρινόν εκείνο κτήμα της, όπου κατά τας δύο ημέρας της απουσίας ουδείς μετέβη και όπου υπήρχον αι χλοερώτεραι συκομορέαι. — Θεια Γερακούλα, ηκούσθη φωνή την αυγήν έξωθεν εκ γειτονικού παραθύρου, η φωνή της γραίας ξηράς και ωχράς γειτονίσσης.
Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουν 'ς το ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.
Ούτω και η φιλόπονος Γερακούλα, παραλαβούσα τας τρεις θυγατέρας της και τον καπετάν-Θοδωρή με το τρομπόνιον πλήρες, την άλλην θυγατέρα άφησε προς φύλαξιν της οικίας, μετέβη εις Γλώσσαν κ' εκόμισεν, ως είδομεν, τόσους σάκκους δροσερών φύλλων.
Και ήκουες ένα βρυχηθμόν λαίμαργον, όταν έρριπτον τα φύλλα εις τας καλαμωτάς, ως όταν πνέη ξηρός άνεμος διά μέσου ξηρών φύλλων. Εις την στιγμήν τα πλατέα φύλλα εγίνοντο άφαντα, εν πατάγω καταβροχθιζόμενα υπό του στακτερού σκώληκος. — Πώς τρώει, θα πω! έλεγεν η Ελένη, κουρασθείσα να κουβαλή φύλλα. — Χριστός και Παναγία! διέκοπτεν η Γερακούλα. Φτύσε το μη το βασκάνης!
Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε. Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος. — Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.
Έχουσα θάρρος πάντοτε ενώπιον της αγαθής Γερακούλας η ωχρά γειτόνισσα, επενέβαινεν άκλητος εις τοιαύτας οικογενειακάς συζητήσεις. Και μη ανεχομένη να βλέπη τόσον εύελπιν την καλοκάγαθον γυναίκα, επεθύμει να την ακούση μια φορά να βλασφημήση, διά να χαρή. — Καϋμό τώχω! έλεγε πολλάκις. — Ελπίζω λες; απήντησε τότε η Γερακούλα, πλήρης χριστιανικής λάμψεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν