Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Το σκευρωμένο από τα χρόνια και το ψήλωμα κορμί του ορθώνεται: Ποσειδώνιο και αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του, κομματιαστή και βαρειά και συρμένη, γυρίζει και τους λέγει: Μωρέ άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα να' ρθήτε να μιλήστε μεταμένα.

Η γυναίκα φώναξε, σηκόνοντας το δεξί χέρι της: — Άιντε στο καλό, και ν' ακούς και να τιμάς τον πατέρα σου!...... Ακούς; Αυτός είνε πατέρας σου από τα σήμερα.... άιντε!.... Στο καλό!... Τόρα η σούστα κυλύστηκε γοργή, σηκόνοντας πυκνό κουρνιαχτό πίσω της, τράβηξε, χάθηκε.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; τούτο είναι ντεκαπέντε πήχες άνταμ άιδε να τγιούμε... λέγε παρακάτου. ΛΟΓ. Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων. ΑΝΑΤ. Βάι βάι βάι, πώς τ' όβγανες απ' το ιστόμα σου τούτο και ντεν κόπηκε το μισό μέσα! τούτο τζεγγέλια τέλει να τραβούνε δέκα αντρώποι, και γκιουζ μπελά να βγάνουνε... εκατό πήχες είναι τούτο αρτίκ σωστό. ΑΝΑΤ. Ποιο χέστηκε; άιντε να τγιούμε, τι τα πης ακόμα.

Κ' έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου. — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις. — Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός! — Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα — — Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί γύρα. — Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.

Συνήθιζε δε να λέγη: «Εγώ αν εκάτεχα γράμματα ... », όπως περίπου θα έλεγεν ο Μποναπάρτης: «Εγώ αν ενικούσα στο Βατερλώ! ... » Έψαλλε δε και ενώ έκτιζε και ο εύθυμος Καρπάθιος έλεγεν ενίοτε ιδιαιτέρως προς τον Μανώλην όταν τον επαραζάλιζεν η ψαλμωδία: — Άιντε μωρέ, κιάν δεν τρελλαθούμε, σίγουρα θ' αγιάσωμε.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν