Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει! θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου που δεν επήρα το μικρό και τάφησα στο σπίτι! ΓΟΡΓΩ Αι! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα, τάλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ανάσανα. Δεν ξέρεις πόσο φοβούμαι από μικρή τάλογο και το φίδι. Δεν πάμε γρηγορώτερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος. ΓΡΑΥΣ Ναι, παιδιά μου. ΓΟΡΓΩ Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί;

Εκεί εσήμαναν μεσάνυκτα, καιμπουμ! το σκέπασμα της ταμβακοθήκης ανοίγει διά μιας! Αλλ' αντί ταμβάκου είχε μέσα ένα μικρόν μαύρον διάβολον. Ήτο παιγνίδι και αυτό, και όχι καθ' εαυτό ταμβακοθήκη. — Στρατιώτη! εφώναξεν ο μικρός αυτός διάβολος. Γύρευε την δουλειάν σου και μη βλέπης την κοπέλαν ! Ο στρατιώτης εκαμώνετο ότι δεν ακούει. — Καλά, καλά! αύριον βλέπεις τι θα πάθης, είπεν ο διάβολος.

Από κάτω, απ' τη σκάλα που ανέβαιναν, ακουγόταν τοργανέτο πούπαιζε και το σύρσιμο των ποδιών που χόρευαν. . . Όταν άνοιξαν την πόρτα για να μπούνε στη σάλα που μαύριζε από κεφάλια σαλευούμενα, χύθηκαν έξω μαζί με μια ζεστή μπούχα και τους αγκάλιασαν οι χαρούμενοι ήχοι της «Μικρούλας», που όλος ο κόσμος την τραγουδούσε τότε και δεν ήτον οργανέτο που να μη σαλτάριζε τσιριχτή μέσ’ απ’ την κοιλιά του και μόρτης που να μη σφύριζε, με τα χέρια βαθιά στις τσέπες, τον πρόσχαρο σκοπό της . . . Μερικοί νέοι, που στεκόντουσαν κοντά στην πόρτα, τραγουδούσαν τα λόγια, εκεί που χόρευαν οι άλλοι, και κρατούσαν το τέμπο με το πόδι: Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα ! να ! – Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-ή ! Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα! μπουμ ! Αυτή που έρχεται Η στρουμπουλή ! μπουμ·μπουμ !

Έτσι ταλλάζανε για πιο αστείο και σε κάθε «μπουμ» δος του μια με το τακούνι. . . Η Λιόλια που δεν έβγαινε απ' τα ξεροκοκκινίσματα, μόλις το πήρε ταυτί της έκαμε να φύγη, γιατί θάρρεψε πως γι' αυτήν τόλεγαν οι νέοι. Ο Νίκος και οι φίλοι του ξεκαρδιστήκανε στα γέλοια. . . Ήρθαν και τους πήραν τα καπέλλα και τα παλτά τους.

Ουφ! βαρέθηκα, τι αηδία, καλέ... Θ' αφήσω το γράμμα μου για τ' απόγευμα, που κλείνει και το ταχυδρομείο. Θεέ μου! Πώς ν' αρχίσω, πώς να σου τα πω. Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Είδες πάφησα το γράμμα μου; Ε, μπήκα μια στιγμή στη σάλα γιατί σούγραφα απ' την τραπεζαρία. Άξαφνα ακούω ένα μπαμ! μπουμ! κάτω στο καφενείο.

Πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά θα στήσω στη σκάλα και θα τ' αδειάσω μπουμ!.. καταπάνω του. Στάχτη μπούλμπερη θα τον κάνω· όχι θα πατήση τα χτίρια των προγόνων μου. Κύτταξε περήφανα τον αδερφό του, σα να τον έβλεπε νάνο μπροστά του.

Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς, και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: « Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν. » αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμκι' άλλη μια.

Μπουμ!... η πρώτη κανονιά, η οποία μ' εξυπνά... Αλλ' όχι, είνε η λάμπα μου η οποία εξερράγη και το πάτωμα φλέγεται. Και ο «κόρνελ» δεν έχει πιστόλι διά να ειδοποιήση τους πυροσβέστας. Είδατε τους Αθηναίους όταν επιστρέφουν από εξοχικήν πανήγυριν ή διασκέδασιν, από την Πεντέλην λ. χ. ή την Καισαριανήν; Το θέαμα είνε αληθώς ωραίον.

Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν