Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Εξ άλλου όλοι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά σοβαροί, μέσα στη φτωχική καλύβα των Πιντόρ. «Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι», έλεγε η ντόνα Έστερ, σερβίροντας το δείπνο στον ανιψιό, ενώ η ντόνα Ρουθ τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και ο Έφις έβγαζε από το δισάκι ένα βαρελάκι κρασί και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεφε για να χαμογελάσει στα αφεντικά του.

Η γριά την κοίταζε και μέσα στα γυάλινα μάτια της η μοχθηρία έλαμπε όπως το νεανικό της κολιέ γύρω από τον σκελετωμένο της λαιμό. «Λοιπό, τι λέτε ντόνα Νοέμι; Να φύγω ήσυχη κάπως; Θα με βοηθήσετε, έτσι δεν είναι;» «Πηγαίνετε», είπε η Νοέμι με ύφος αλλαγμένο, αλλά η γριά δεν έφευγε γιατί το είχε ρίξει ταπεινά σε ευχαριστίες. «Το φτωχικό μας ήταν πάντα πλάι στο σπίτι σας, όπως η δούλα πλάι στην κυρά.

Πίσω από το ταπεινό παρουσίασμα του μετανοιωμένου και σα συντριμμένου ψαρότριχου πατέρα σα νάνοιωσα κάποιο ξέπασμα και κάποια άλλη ανειλικρίνεια ανθρώπου, τραβημένου πιο πολύ από ζήλεια παρά από εξαγνισμό. Ίσως πολύ περισσότερο παρ' όσο κοίταζε να πείση τη γυναίκα του για τα βάσανα του, πολεμούσε να γελάση τον ίδιο τον εαυτό του. Ύποπτος και τότε ο Κώστας Μεμιδώφ.

Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί

Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μια φόρα 690 του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω 695 τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε με δίπλα κεφαλή γυρτή.

Η γριά όμως στράφηκε στον Έφις που στεκόταν παράμερα με το κεφάλι κατεβασμένο και κοίταζε το λιθόστρωτο. «Δεν το είπε σ’ εσένα ότι θα την παντρευτεί; Εμπρός, πες το, το είπε ή όχι

Κάνε όπως θες! μα κοίταζε μη βγάλει αφτή η διχόνια ανάμεσό μας έπειτα καμιά μεγάλη αμάχη. Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι. Σαν κάνω απόφαση κι' εγώ και θέλω να χαλάσω 40 κάστρο κανένα όπου ίσως ζουν αθρώποι αγαπητοί σου, να μη μου φέρνεις στο θυμό αμπόδια, μον ν' αφήκεις. Σούδωκα θέλοντας κι' εγώ, και μ' άθελα όμως σπλάχνα.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν