Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγερώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες

Ψηλά ακουγόταν το αγκομαχητό του Μύλου, ένα αρσενικό καρδιοχτύπι σε αντίθεση προς το θηλυκό κάλεσμα μιας καμπάνας που χτυπούσε τον εσπερινό και στο βάθος του δρόμου περνούσαν χωριάτες με τα ζεμένα βόδια τους, επιβλητικοί αστοί όπως ο ντον Πρέντου, γυναίκες με κανάτια στο κεφάλι.

Ήρθε όμως κουνάμενη η Νατόλια. «Το αφεντικό μου και ο ντον Πρέντου προσκαλούν τον ντον Τζατσιντίνο σε γεύμαΚι εκείνος σηκώθηκε αφού τίναξε καλά τα μπατζάκια του. Η ντόνα Έστερ τον ακολούθησε με τα μάτια και έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σαν μαγεμένη από τη λάμψη των ποτηριών και του ασημένιου δίσκου που η Νατόλια κουνούσε εκεί πάνω σαν να ήταν καθρέφτης.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Κατέληξαν, ωστόσο, στο καπηλειό που ήταν σχεδόν έρημο. Δυο άντρες μόνο έπαιζαν σιωπηλοί και ένας τρίτος κοίταζε τη μια τα χαρτιά του ενός, την άλλη του άλλου, όμως με ένα νεύμα τού ντον Πρέντου πλησίασε τους νεοφερμένους και κάθισαν και οι τέσσερεις γύρω από ένα άλλο τραπέζι.

Τώρα θέλω μόνο να μάθω εάν είναι αλήθεια ότι εσύ δεν είπες τίποτε από αυτά που κουβεντιάσαμε στον ντον Πρέντου.» «Τίποτα, ντόνα Νοέμι μου!» «Κάτι ακόμη θέλω να σε ρωτήσω, Έφις, αλλά πρέπει να μου πεις την αλήθεια.

Γερνάει κανείς και ξαναμωραίνεται», απάντησε εκείνος με μια αόριστη κίνηση. «Τώρα είμαι εδώ… Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.» «Και τώρα, τι λογαριάζεις να κάνεις; Θα γυρίσεις στον Πρέντου ή μήμπως, όπως λέει ο κόσμος, είναι αλήθεια ότι έγινες πλούσιος; Γιατί δεν αφήνεις κάτω αυτό το δισάκι; Θα πάρεις κάτι εδώ, μια μπουκιά έστω.» «Πρέπει να φύγω, ντόνα Έστερ μου… Ήρθα μόνο για να σας χαιρετήσω.» «Θα μείνεις εδώ μέχρι αύριο», είπε η Νοέμι και με μια αιλουροειδή σχεδόν κίνηση του πήρε το δισάκι και το τοποθέτησε πιο πέρα επάνω στον πάγκο.

Στο μεταξύ ο ντον Πρέντου συνόδευε τον Έφις που ανηφόριζε ψηλά στο σοκάκι που το είχαν πλύνει οι τελευταίες βροχές. Το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος των τοίχων των έρημων σπιτιών. Μια γλυκιά, βαθιά σιωπή τύλιγε τα πάντα τριγύρω.

Οι γυναίκες φλέγονταν από περιέργεια, επειδή εδώ και λίγο καιρό το αφεντικό τους έστελνε δώρα στις ξαδέλφες του και, παρ’ όλο που τις κορόιδευε, δεν επέτρεπε σε άλλους να τις κακολογούν παρουσία του. Ο Έφις όμως δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει σε αποκαλύψεις. Ο ντον Πρέντου έστειλε να τον φωνάξουν κι εκείνος ήταν εκεί για να τον περιμένει και όχι για να φλυαρεί.

Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσειΤότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν