Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.

Να, το σφίξιμο του χεριού της Νοέμι του θύμιζε το σφίξιμο του Τζατσίντο, εκεί μες στη μικρή αυλή του Νούορο, και το μυστικό που εμπόδιζε τη γυναίκα να δεχτεί την πρόταση του ντον Πρέντου. «Ο ντον Πρέντου, για παράδειγμα», είπε σχεδόν άθελα και πρόσθεσε κοιτάζοντας τη νεαρή κυρά του, «μήπως δεν είναι πλούσιος και δυστυχισμένος

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια. «Αλήθεια είναι!

Έπειτα ρώτησε: «Αλλά και η Γκριζέντα τι κάνει; Πενθεί κι εκείνη και δεν βγαίνει έξω πια.» Ο Έφις δεν απάντησε. «Και ο ντον Πρέντου, τώρα, σας επισκέπτεται;» «Δεν ξέρω. Εγώ βρίσκομαι πάντα εκεί πάνω, στο κτηματάκι

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Πράγμα ασυνήθιστο, βλέποντας τον Έφις σταμάτησε.. «Τι κάνεις φορτωμένος μ’ αυτό το δισάκι; Κουκιά έκλεβες;» Ο Έφις σηκώθηκε με σεβασμό. «Είναι οι προμήθειες για τις κυράδες μου. Κι εσείς πού πάτεΚαι ο ντον Πρέντου εκεί κάτω πήγαινε.

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Ο ντον Πρέντου συνέχισε: «Ο Τζατσίντο δε θα γυρίσει, ούτε και θα πληρώσει, σου το εγγυώμαι εγώ. Να θυμάσαι όμως τι σου είπα χίλιες φορές: το κτηματάκι το θέλω εγώ. Θα τα πληρώσω όλα εγώ, έτσι θα σας μείνει το σπίτι. Προσπάθησε εσύ να τις πείσεις, τις ξεροκέφαλες.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν