United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Και εις τας δύο τέχνας πρέπει να διακρίνης την φύσιν, του σώματος εις την μίαν, της ψυχής εις την άλλην, εάν μέλλης όχι μόνον μηχανικώς και εμπειρικώς, αλλά και με τέχνην να εργασθής· εις μεν το σώμα προσφέρων φάρμακα και τροφήν θα εμβάλης υγείαν και δύναμιν, εις δε την ψυχήν και λόγους και ωφελίμους ασχολίας προσφέρων την πειθώ, την οποίαν θέλεις, θα παραδώσης.

Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον.

Ο φιλόσοφος ενέβλεπεν αύτη μετά πολλής ημερότητος, και η κόρη έλαβε μικρόν θάρρος. — Μη φοβού, τη είπεν. Η νέα, τρέμουσα τα γόνατα, κατέπεσε και εκάθισεν επί τινος βάθρου. — Διατί τρέμεις, κόρη μου; επανέλαβεν ο Πλήθων. Μάθε ότι δεν είμαι εχθρός σου, καθώς νομίζεις. Είμαι φίλος. — Φίλος, επανέλαβε μηχανικώς η Αϊμά. — Φίλος, και μάλιστα προστάτης. Ουδείς επί της γης σε αγαπά πατρικώς, ως εγώ.

Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου. Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν. — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και απέρχεται υπόπτερος. Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει. Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο νους της είνε αλλού.

Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον. Ακριβώς όπισθέν της ήτο έν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω.

Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς. — Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των. — Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο Νίκος.

Κ' ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόνόπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς. Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά.

Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;

Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς να αποκριθή.

Ο Παππά-Σεραφείμ επήρε μηχανικώς από την τράπεζαν το καλυμμαύχιόν του και το έθεσεν επί της κεφαλής του. Μετά τινων στιγμών σιωπήν επανέλαβεν·Συγχωρήσατέ με, φίλοι μου, να σας δώσω μίαν συμβουλήν, της οποίας εύχομαι να μη λάβετε ποτέ ανάγκην. Λύκον λυσσασμένον δεν είναι πιθανόν να ιδήτε ποτέ.