United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχυνε τον αναλυμένο μπρούντζο στο καλούπι του άμμου και το ποτάμι του κόκκινου μετάλλου επάγωνε σε καμπύλες ευγενικές κ' έπαιρνε τον τύπο θεϊκού κορμιού. Με σμάλτο ή στιλβωμένα πετράδια έδιν' ανάβλεμμα στα δίχως δράση μάτια. Τα σαν υάκινθος σγουρά μαλλιά κυμάτιζαν κάτω από τη σμίλη του. Εκείνη την εποχή ο καλλιτέχνης ήταν ελεύθερος.

Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα. — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Εκείνος δε, αφ' ού περιεπάτησε, μόλις είπεν ότι αισθάνεται βάρος εις τα σκέλη, επλάγιασεν ανάσκελα, διότι ο άνθρωπος έτσι διέταξε να κάμη· και συγχρόνως αυτός, ο οποίος έδωκε το δηλητήριον, εγγίζων αυτόν, αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός, εξήταζε τους πόδας και τα σκέλη του και έπειτα πιέσας δυνατά τον πόδα του τον ηρώτησεν αν αισθάνεται· εκείνος δε είπεν ότι όχι· κατόπιν επίεσε τας κνήμας του και προχωρών εις τα επάνω μέρη του σώματος με πιέσεις εδείκνυε το σώμα του και εις ημάς ότι εκρύωνε και επάγωνε το σώμα.

Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του. Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.

Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του. Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα.