United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθ' όλην δε την ημέραν εκάθηντο μαζί και οι τέσσαρες, ως μία αγαπημένη οικογένεια· ο γέρω Βαγγέλης έσφαζε τον αμνόν, ο Νάσος τον απέδερε και τον επεριποιείτο, η Μπήλιω τον έβαινεν εις την γάστρα, και ο Δημήτρης έστρωνε την τάβλαν. Όλοι ελάμβανον μέρος εις την προετοιμασίαν, διά να μη φαίνεται ότι υπήρχε καμμία εξαίρεσις του οικοκύρη από του ξένου του.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Πολλοί εκ της αγοράς έσπευδον εκεί και οινοπώλαι με τας διαβρόχους ποδιάς των και κρεωπώλαι με τα αίματα των σφαγίων επάνω των και ο καφεπώλης ακόμη και μικρέμποροι, κλείσαντες επί τούτω τα μαγαζεία των. — Τι τρέχει, ορέ; ηρώτησεν ο Δημήτρης μικρόν παίδα, διερχόμενον μετά σπουδής πλησίον των. — Νερό 'ς τ' αυλάκι· είπεν ούτος, υποπτεύσας ότι ήθελον να παιζογελάσουν μαζί του.

Ο Δημήτρης ο Φτελιός με τον γάντζον, με την πράγγαν και με το καμάκι, αφού επί πολλήν ώραν ανεσκάλευσε τον πυθμένα της θαλάσσης, κατώρθωσε και ανεύρε τρία εκ των βυθισθέντων δερματοτυρίων, όσα ακριβώς του εχρειάζοντο διά την συμφωνηθείσαν αμοιβήν του. Τα λοιπά, τα είχε παρασύρει ίσως η θάλασσα και δεν ευρέθησαν.

Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισάτην αδελφή μου, και τα μισάτη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.

Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.

Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής! Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,

Και καθώς τα μυρμήκια, όταν εις έν εξ αυτών πέση έν τεμάχιον πολύ μεγάλον και δυσανάλογον διά τας δυνάμεις του, υπείκοντα εις σημεία μυστικά και εις φωνάς αδήλους, έρχονται εις βοήθειαν του αδελφού των, και συνεργάζονται πέντε ή εξ ομού εις το κύλισμα και την μεταφοράν του μεγάλου τεμαχίου, παρομοίως ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Γιάννης ο Ζόπης, κι' ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι' ο Κώστας ο Κυρκυδός, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι' ο Αλέξης το Φανάρι, και όλοι οι λοιποί, συνέτρεχον και συνεκοπίαζον εις το κουβάλημα πάσης δέσμης σιδηρών ράβδων, πολύ στερεά δεμένης, και την οποίαν μάτην είχαν προσπαθήσει να λύσωσιν εις μονάδας.

Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.