Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.

Να πάω να τους τα ξεμυστηρευτώ, πρι να τρέξουν και μας τουφεκίσουν και κανέν' άλλον Τούρκο και μας κατέβη τριπλή φουρτούνα. Έμεινε μονάχος του ο Δημήτρης. Πέρασε δεν πέρασε μιαν ώρα, και ροβολάει κατά την κάτω την άκρη του χωριού, τη Χριστιανική, ολότρεμη, σκιαγμένη, θειαφοκίτρινη η Ασήμω. Ό,τι ανέβηκε να μαζέψη στου Χουσεήνη, κι ακούστηκε στα μέρη της το δεύτερο το φονικό.

Θα βρήτε γρόσια, λέτε; μη σας ωνείρεψε; Αχ, παιδιά μου, θα βρήτε και σεις γρόσια, όσα ηύρεν ο Δημήτρης ο Στόγιος, κι' ο Ντούσκος, κι' ο Γιάννης ο Σπίης, κι' ο Τσιμτσιός, κι' ο Λεγαντής, και τόσοι άλλοι, κι' ο Αποστόλης ο Κακόμης, κι' ο Γιάννης της Μυλωνούς.

Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του. Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι άπαιδες άρχοντες.

Καλά που δεν είνε εδώ τα παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά. Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της. — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν. Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα. Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί, ελαφρότερον τον εαυτόν του.

Ο Δημήτρης επλανήθη επί πολύ εις την ερημίαν, εν μέσω του σκότους της νυκτός. Η αυγή εύρεν αυτόν επί τινος λόφου, πλησίον του ερημοκκλησίου του αγίου Γεωργίου. Όπισθεν του ερημοκκλησίου, πλησίον του τοίχου του ιερού βήματος είδε νεοσκαφή τάφον.

Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.

Ο Δημήτρης τα εγνώριζεν όλα αυτά και συνετρίβετο η καρδία του εις τα δάκρυα του γέρω Βαγγέλη. Αίφνης εσκέφθη το εύρημά του, είδεν ότι τούτο ήτο ακριβώς εκείνο το οποίον ο βλαχοποιμήν εχρειάζετο διά την κόρην του.

Το βλέμμα, του εστράφη πέριξ εις την χλοάζουσαν φύσιν, εις τον καταγάλανον ουρανόν, εις τα υψηλά δένδρα τα σειόμενα υπό του ανέμου ησύχως· το ους του επρόσεξεν εις τον βόμβον εκείνον, τον μαλακόν και εις το συνεχές λάλημα των πουλιών και ο Δημήτρης εδάκρυσεν, επιθυμήσας την ζωήν και τα καλά της ενθέρμως. — Πάμε, αδερφέ· σε βάνω 'ς τ' άλογό μου· είπεν ο ζωέμπορος.

Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον. Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του. — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν