Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ότε οι βλάχοι διεσπείροντο εδώ κ' εκεί με τα πρόβατά των, ο Δημήτρης εκάθητο μετά των γεροντοτέρων και των γραιών ακούων τας διαφόρους διηγήσεις των. Πότε ωμίλει με αυτούς περί των προβάτων και του καιρού, πότε με την Μπήλιω περί των μαλλιών, των μαλλίνων κηλιμίων και των γειτονισσών ποιμενίδων κ' εχόρευε πάντοτε και απεκοίμιζεν εις τας αγκάλας του τον παχουλόν υιόν της.
— Τώρα. . . δεν θα ψηφοφορήσετε πλέον. . . αργήσατε πολύ να το αποφασίσετε. . . ποιος σας φταίει; . . σας παρακαλώ πολύ να μου δώσετε πίσω κείνα που σας έδωσα . . . ετραύλισεν ο κυρ -Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Και τι φταίμε ημείς; . . τα δοσμένα είνε καλώς δοσμένα . . . υπέλαβεν ο Γιαννιός ο Κάβουρας. — Και ό,τι πάρουμε δεν τα ξαναδίνουμε πίσω, προσέθηκεν ο Δημήτρης ο Ζάβαλος.
Κ' έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου. — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις. — Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός! — Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα — — Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.
— Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και εγερθείς κατέλιπε την κλίνην. — Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας; — Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων την χείρα κατά της συζύγου του. — Θέλεις και να με δείρης; Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα τέκνων του!
— Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του. — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός. Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.
— Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξη στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ. Και ξεκινάει αμέσως κιόλας καταόξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά.
Ο Δημήτρης, περιπλανώμενος Ιουδαίος της ζωής και του θανάτου, δεν εύρισκε πουθενά θέσιν να σταθή. Είχεν αηδιάση την ζωήν και όμως έτρεμε προ του θανάτου, ως παις προ μορμολυκείου. Ο Δημήτρης έμεινεν εκεί επί πολύ σκεπτόμενος και κλαίων.
Ο Δημήτρης ο οποίος είδε το περιεχόμενον εν τω πορτοφολίω χρηματικόν ποσόν, δεν είχε διάθεσιν να εμπιστευθή εκεί το εύρημά του και αφήκε να σκεφθή καλώς περί τούτου την νύκτα και να πράξη την επαύριον ό,τι αποφασίσει. Ούτω είχεν εισέλθη εις την αγοράν, λιθόστρωτον αλλά κατασκότεινον και πλήρη βορβόρου και διηυθύνετο εις τον οικίσκον του, κατακουρασμένος.
Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν