Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής. Χαμογέλασε. — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι' αυτούς είνε ο κόσμος... Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. — Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε. Και δεν ξαναείπε λέξι.

Ένα πουλί είναι απ' όλα το πιο καλό, να πολεμάς για τη γλυκιά πατρίδα. Τι τάχα εσύ τον πόλεμο φοβάσαι και τους φόνους; Τι κι' αν οι άλλοι πέφτουμε με τις χιλιάδες όλοι 245 στα πλοία ομπρός, μα φόβο εσύ να σκοτωθείς δεν έχει, τι είναι η καρδιά σου απόλεμη, δειλιάζει αν δει κοντάρι.

Σκεπτότανε να μην πη στη γυναίκα του τη συνάντησή του με το Μόχοχλου και τα όσα ακολούθησαν, έως ότου θάβλεπε τρόπο να ξεμπλέξη. — Εκουράστηκες; είπεν η Σιφογιάννενα. Θωρείς τα δα; Καλά το φοβούμουνε 'γώ. Μα, καλορρίζικε άθρωπε, δε φοβάσαι την αμαρτία, τέτοια σκόλη πούνε; — Αι, ό,τι γίνηκε, γίνηκε, είπεν ο Σιφογιάννης κέπεσε σένα πεζούλι του σπιτιού. Άλλη φορά δε θα το κάμω.

Τίποτε δεν ημπορώ να σου αρνηθώ μου είπεν η Τζελίκα, μα προβλέπω πως θέλει μας προξενηθή μεγάλη δυσαρέσκεια. Όχι, βασίλισσά μου, της είπα, μη φοβάσαι από αυτόν κανένα εναντίον, και στάσου ήσυχα επάνω εις του λόγου μου. Τελειώνοντας ετούτα τα λόγια έκραξα τον Φακύρην και τον επαρουσίασα εις την βασιλοπούλαν.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι; ‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα· ‘ς τα λιμασμένα 'μάτια σου η στέρησις' κ' η πτώχεια· ‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι' ο εξευτελισμός σου· ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι' ο κόσμος δεν σε θέλει· Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει· λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.

Χαμογελάς, αψηλόθρονό μου θεριό, που όνομα δε σου βρίσκω; Τι τάχα; Οι καλαμαράδες σου μονάχα θα σε θεμιάζουνε, μην τύχη και τους δώσης τρεμούλα μ' ένα σου βήξιμο; Εγώ τουρκεύω κιόλας για το χατίρι σου. Θέλεις και δώρα; να κ' ένα δώρο· είναι σκούρο και στρογγυλό, έχει και μικρό τσιμπιδάκι. Τρέμεις; Έννοια σου, δεν είναι τέτοια η μπόμπα μου, μη φοβάσαι. Δυναμίτη δεν έχει μέσα της.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλης, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι· εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπη στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάμω που δεν θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσης.

Ο Καρούχ, δεν ημπόρεσε να ακούση αυτήν την ιστορίαν, χωρίς ν' αγροικήση, κάποιαν σύγχυσιν εις το πνεύμα του, και του ήλθε εις τον νουν, ότι αυτή η βασιλοπούλα είναι εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, πως έφευγε τους άνδρας και τους εμισούσεν· όθεν έλαβε χαράν και θλίψιν· χαράν, επειδή και έμαθε τέλος πάντων ποία ήτον εκείνη που του έτρωσε την καρδίαν, και θλίψιν, ακούοντας την σληροκαρδίαν που είχεν εναντίον εις τους άνδρας, και που με κανένα τρόπον δεν ήθελε να ακούση υπανδρείαν, το οποίον πράγμα τον έβανε εις μέγαν φόβον· πως δεν θέλει λάβει το ποθούμενον όθεν άρχιζε πάλιν να δίδεται εις νέαν μελαγχολίαν· Εγώ όμως βλέποντάς τον έτσι, ευθύς του είπα· ω ακριβό μου βασιλόπουλο, μην φοβάσαι τίποτε· η ευτυχία σου είνε βεβαία, επειδή και τώρα ηξεύρομεν με τι υποκείμενον έχομεν να κάμωμεν· διά τούτο άφησε να κάμω εγώ, και του λόγου σου μη σε μέλει τίποτε και άλλο δεν ζητώ απ' εσένα, παρά να κάμης, καθώς σε ερμηνεύω.

Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα 825 «Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιός; η Βουλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όχι, καλέ• η φίλη μου που εγέννα. Μα η Βουλή μαζώχθηκε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν στάχω ειπωμένα από τα χθες; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θυμάμαι, ναι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν έφθασε ως ταυτιά σου μία είδησις; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα το Θεό, δεν ξέρω. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Άιντε χάσου και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν