Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Και, αν και κουρασμένος, αν και η φωνή του ήταν αδύνατη κ' έτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιά του πονούσε ακόμα λίγο, της διηγήθηκε με τον πιο απροσποίητο τρόπο ό,τι του συνέβη από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Η Κυνεγόνδη ύψωνε τα μάτια στον ουρανό. Έκλαψε για το θάνατο του αγαθού αναβαφτιστή Ιακώβου· και κατόπι μίλησε ως εξής στον Αγαθούλη, που δεν έχανε λέξη και την κατάτρωγε με τα μάτια του.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά. Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νωνός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση . Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κ' η Σμαράγδα.

Τον Ροΐδην, ήρωα του Αττικού πνεύματος, ύμνησε και ο Σουρής εις τους ωραίους στίχους τους οποίους έγραψε την επομένην του θανάτου του: Μία πένθιμη ρίμα στου Ροΐδη το μνήμα. Ο Μώμος, που μας πείραξε με το δικό σου στόμα, τρις γέλασε, τρις έκλαψε στου τάφου σου το χώμα,

Την επίστεψε ο Δάφνης κι αφού πλάγιασε χάμου μαζί της, πολλήν ώρα εκείτονταν κ' επειδή από όσα επιθυμούσε τίποτε δεν ήξερε να κάνη, τήνε σηκώνει κ' ύστερα την εσφιχταγκάλιαζε κάνοντας όπως οι τράγοι. Μα σαν εβρέθηκε σε πολύ δυσκολώτερη θέση, εκάθισε κ' έκλαψε, επειδή ήτανε κι από τα κριάρια πιο ανήξερος στου έρωτα τις δουλιές.

Φτάνοντας εκεί τι βλέπει; Μια κίσσα, που βέλαζε σα βετούλι. Τότε ο Μαλώνης ήρθε στον εαυτό του από το θυμό του, θυμήθηκε το κακό που έκανε να σκοτώση τον αδερφό του, έκλαψε, χτυπήθηκε και στο τέλος από τη λύπη του έγεινε πουλλίαυτό που λέμε Γκιώνηκι’ από τότε όλο κλαίει και φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο αδερφό του: «Γκιων! Γκιων!

Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με. Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια. Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά.

Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν.

Τότε, η Ιζόλδη έκλαψε και είπε: «Δυστυχισμένη εγώ! Πάρα πολύ έζησα, αφού είδα την ημέρα όπου ο Τριστάνος με κοροϊδεύει και με ντροπιάζει. Άλλοτε, για τόνομά μου, και ποιον εχτρό δε θ' αντιμετώπιζε; Είναι γενναίος. Αν έφυγε μπρος στο Μπλεχερή, αν δεν καταδέχτηκε να σταθή στ' όνομα της φίλης του, α! — είναι γιατί τον κατέχει η άλλη Ιζόλδη.

Εμπρός, κύριέ μου, ας ακολουθήσαμε τη συμβουλή της γριάς, ας φύγομε κι' ας τρέχομε δίχως να κυττάμε πίσω μας. Ο Αγαθούλης έκλαψε: — Ω αγαπημένη μου Κυνεγόνδη! Πρέπει να σ' εγκαταλείψω την ώρα, που ο κύριος Κυβερνήτης επρόκειτο να μας στεφανώση! Κυνεγόνδη, φερμένη από τόσο μακρυά, τι θ' απογίνης; — Θα γίνη ότι μπορεί, είπεν ο Κακαμπός. Οι γυναίκες δεν χάνονται ποτές. Ο Θεός τις φροντίζει. Δρόμο.

Η ωραία Κυνεγόνδη είναι η ευνοούμενη μαιτρέσσα του Κυβερνήτη. Η πληροφορία αυτή τούρθε του Αγαθούλη σαν κεραυνός· έκλαψε πολύ. Τέλος τράβηξε ιδιαιτέρως τον Κακαμπό. — Ιδού αγαπητέ μου φίλε, του είπε, τι πρέπει να κάνεις. Έχουμε καθένας στις τσέπες μας πέντε έως έξι εκατομμυρίων διαμάντια· είσαι πιο επιτήδειος από μένα· πήγαινε να πάρης τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη στο Βουένος Άυρες.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν