United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μετάφραση έγινε από τον Π. Γρατσιάτο. Ίων. Μίνως. Δημόδοκος. Σίσυφος. Κλειτοφών: Ο πρώτος από τους διάλογους αυτούς ελέγχει την επιπόλαιη γνώση. Ο δεύτερος αναφέρεται στις περί του δικαίου και της αρετής γενικές και σχετικές αντιλήψεις.

Από τ' ακούραστο κυνήγι του Χάρου, απόμειναν τρία αδέρφια. Ο μικρότερος υπηρετούσε τόρα, ως καθυστερούμενος στο στρατό από το καλαικαίρι που μας πέρασε, ο δεύτερος, αχ! ο δεύτερος που να μην έσωνε κι αυτός, εκεί που βρέθηκε, 'ρίχτηκε στα πολιτικά και τους συνεπήρε κι αυτούς μαζί του.

Δεύτερος όμως νόμος ας ορισθή ο εξής. Πρέπει να είναι μέτοικος ή ξένος όστις πρόκειται να γίνη κάπηλος.

Ο πρώτος απεσταλμένος είχεν αναχωρήσει εκ Πλαταιών την στιγμήν όπου εισήρχοντο οι Θηβαίοι, ο δε δεύτερος ότε μόλις προ ολίγου είχον νικηθή και συλληφθή· εκ των μετέπειτα συμβάντων ουδέν έμαθον. Ούτω λοιπόν οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντες απέστειλαν κήρυκα, όστις αφικόμενος εύρε τους άνδρας φονευθέντας.

Αν δεν το εννοούσες. — Εμπήκα μέσα. Δεύτερο; — ΔεύτεροςΝαι. Δεν έχει και άλλο; — Έχει. — Λέγε. — Η γυναίκαις αυταίς είνε... — Τι; — Είνε όλαις σπαναίς. — Μπα! αυτό; — Ναι. — Τόσον καλλίτερα. — Διατί; — Διατί δεν χρειάζονται και ξυράφισμα. — Α, έτσι; — Βέβαια. Και ύστερα; — Και τι άλλο ακόμα; — Τι άλλο; — Ναι. Τρίτο; — Τρίτο, είνε όλαις μακρυμαλλούσαις.

Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι' αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά, κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος. Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα.

Από τον Ξούθο κι' από σε κοινό παιδί θα γίνη, ο Δώρος, όπου η Δωρίς, θα δοξασθή η πόλις• ο δεύτερος, ο Αχαιός, στου Πέλοπος τη χώρα, στου Ρίου τα παράλια ο βασιληάς θα γίνη, και ο λαός του απ' αυτόν θα πάρη τόνομά του.

Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε. — Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . . Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του. — Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν. Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·

Ίσταντο τω όντι εκεί, πράγμα συνηθέστατον άλλως, ουχί σταυρός, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί παμπάλαιοι, ων ο χρόνος και αι καταιγίδες είχον εξαλείψει το ερυθρόν επίχρισμα. Ο είς τούτων ίστατο εξ ανατολών, ο δεύτερος έβλεπε προς αργέστην και ο τρίτος προς λίβα.

Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.