United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύναξαν λοιπόν κάμποσα χρήματα, και επειδή ο δήμαρχος ήταν κομματάρχης του βουλευτή και ίσως όχι πολύ τίμιος άνθρωπος, και επειδή ο δήμος όλος μαζί δεν είναι τόσο συμμαζεμένος σαν ένα χωριό μοναχό, και επειδή το κράτος είναι πολύ μακριά και δε βλέπει τόσο καλά τις καθημερινές ανάγκες των χωριανών, όπως τις βλέπουν οι ίδιοι οι χωριανοί, ― γι' αυτά όλα πάσκισαν κ' έκαναν κοινότητα στο χωριό τους και την ορίζουν αυτοί, για να είναι και βέβαιοι πως το χρήμα που σύναξαν για το κοινό δε θα πάγει στα χαμένα.

ΧΙΟΣ. Καλέ σεις μάθετεν τα μαντάτα; ήκαψαν την αμάδα του Μπραΐμη στο Νιόκαστρο... ΑΝΑΤ. Ποιος έκαψε; αλήτεια; ΧΙΟΣ. Κ' έ γλέπετεν τα τζάγκιά μου π' ούν όλο λάσπες π' ούτρεχα να μάθω; ε σας χορατεύω, να χαρώ την τζάτζα μου. ΠΕΛ. Ναίσκε, τα σωστά λέγει· είναινα, το γράφει και στην εφημερίς. ΠΕΛ. Νέαι, και νέαιπάγει ο Μπραΐμης πίσω τον ήλιο. ΛΟΓ. Πώς δε; ηλευθέρωτε Ελλάς;

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Τώρα πάγει πια! είπεν ο Κιαμήλ ακίνητος, μετά φωνής ανεξηγήτως παραδόξου. — Τώρα ετελείωσε το κακό. Θα ησυχάση κ' εκείνη, θα ησυχάσω κ' εγώ! — Εύγε, Κιαμήλη! είπον εγώ, ενθαρρύνων αυτόν να με ακολουθήση εις το δωμάτιόν μου. Εγώ το ξεύρω πως είσαι γνωστικό παιδί. Το ξεύρω πως αυτό θα είναι πλέον η τελευταία φορά. — Ναι, είπεν ο Κιαμήλ μετά πεποιθήσεως. — Η τελευταία!

Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Ενώ δε ούτος απειλεί την Ιουλιέταν ότι θα την σύρη μέχρι της εκκλησίας και ότι θα την ραπίση, ότι τον τρώγουν τα δάκτυλά του, κατά την αγγλικήν έκφρασιν, ο Ρήγας, βιαιότερος του Καπουλέτου, Σηκόνεται απ' το θρονί και προς εκείνην 'πάγει, με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τα χέρια, κ.τ.λ. Και η μήτηρ δε της Αρετής, καθώς την μητέρα της Ιουλιέτας, Ωσάν εχθροί εις τα παιδί τους 'κάναν.

Ω! κ' εγώ που δεν επήγα μαζί τους. Η πρώτη ιδέα του ήτο ότι, αν είχε πάγει μαζί, θα τους εγλύτωνε. Η δευτέρα ορμή του ήτο να γδυθή να πέση εις την θάλασσαν ή χωρίς να γδυθή να κολυμβήση να τρέξη εις βοήθειαν του πατρός του. Αλλά πώς; Πού να πάγη; Πώς να φθάση εκεί; Μήπως ήτο πλησίον; Ησθάνθη ότι θα εγίνετο ασφαλώς λεία του κύματος ή σύντριμμα των βράχων.