United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη μια τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι 115 κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα. Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα, κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.

Και ως να εισήκουσαν οι θεοί τας ευχάς των Θηβαίων γερόντων, βλέπομεν την Ιοκάστην εξερχομένην εις την σκηνήν να λέγη ότι ο Οιδίπους είναι περίφοβος και καταλυπημένος. Και ωσάν μετανοούσα δι’ όσα είπε προηγουμένως, έρχεται ικέτις εις τον βωμόν του Απόλλωνος, εκεί σιμά ευρισκόμενον.

Κ' ενώ παρακαλούσαν, προσπαθούσανε συνάμα να βρουν και τρόπο για να ιδούν ο ένας τον άλλον. Η Χλόη ήτανε φοβερά ανίκανη και δεν έκοβε το μυαλό της, επειδή πάντα βρισκότανε σιμά της η ψευτομάννα, μαθαίνοντάς τη να ξαίνη τα μαλλιά και να στρήφτη τ' αδράχτι και μιλώντάς της όλο για παντρειά.

Ησχολούντο την ημέραν εις την συλλογήν του ελαιοκάρπου, κ' επειδή το παλαιόν χωρίον ευρίσκετο σιμά εις τα κτήματά των, μη θέλουσαι να κοιμώνται εις το ύπαιθρον, και διότι έπιπτεν άφθονος δρόσος και υγρασία την νύκτα, και διότι ήσαν γυναίκες, χάριν ευκολίας κατήρχοντο και διενυκτέρευον αυτόθι, εις τας δύο ή τρεις σωζομένας μικρός οικίας, διά ν' αναλάβουν ενωρίς την εργασίαν την επαύριον.

Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης.

Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες; — Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή. Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν.

Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των.

Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.

Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν.

Έλαβα λοιπόν την μορφήν μιας ελάφου και εφανερώθηκα έμπροσθέν σου, διά να σε υποχρεώσω να με στοσχασθής· εσύ με εκυνήγησες, αλλά χωρίς να με φθάσης, και αφού ερρίχθηκα εις το νερόν, δεν ημπορείς να πιστεύσης την ηδονήν που είχα να σε βλέπω να τριγυρίζης και να ανακατώνης το νερόν διά να με εύρης, και ακούοντας πως αποφάσισες να κοιμηθής εκεί σιμά εις την πηγήν, το εχάρηκα μεγάλως, και εις το αναμεταξύ που εκοιμώσουν, έκαμα και έγινε τούτο το παλάτι διά να σε δεχθώ.