Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
ΑΡΙΕΛ. Σιμά τελείως, Κύριε μου. ΠΡΟΣΠ. Αλλ' εσωθήκανε. Άριελ; ΑΡΙΕΛ. Δεν εχάθη τρίχα.
Άμ' απόλυσε η λειτουργία ξαναμπαίνουν οι στρατιώτες, κι αναγκάζεται πάλι ο Χρυσόστομος να παρασταθή σιμά στην Άγια Τράπεζα και να διαφεντέψη τον Ευτρόπιο. Στέργει τέλος ο Ευνούχος να παραδοθή με συφωνία να μην τονέ θανατώσουν. Τη ζωή του συλλογιούνταν ο κακορρίζικος. Του τη χάρισαν τη ζωή του, και ξορίστηκε στην Κύπρο.
Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε· — Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.
« Καραϊσκάκη! κύταξε » Το μαύρο μέτωπό μου, » Και παρατήρα τη βολή, » Που μ' έκαμε το βόλι, » Και άκουσέ με να σου πω, » Εις τη ζωή μου όλη » Πόσαις φοραίς πολέμησα » Τον άνομο εχθρό μου.» «Πρώτα, πρώτα πολέμησα «'Σ το Σούλι, 'ς την πατρίδα. » Και 'ς τους Κουμτζάδες ύστερα, » Στα πέντε τα Πηγάδια, » Κ' εκεί ς' τα Γιάννινα σιμά » Γέμισαν τα λαγκάδια. » Με γενιτσαροπτώματα. » Εκεί! τον Άρη είδα.»
Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.
Και την ιδίαν ημέραν έφερεν και την αγαπημένην του Δηλαράν με όλον εκείνο που ο βασιλεύς του εδώρησε, και εκατοίκησαν εις το παλάτι το βασιλικόν, και έζησαν με μεγάλην τιμήν σιμά εις αυτόν τον γενναίον βασιλέα, ο οποίος έκαμε και του έγραψαν την ιστορίαν με γράμματα χρυσά, διά να είναι εις παντοτεινήν ενθύμησιν μία τέτοια αγάπη.
— Τρέχα το γληγορώτερο! να πας να φέρης το γιατρό! . . . — Εσύ πού πας; ηρώτησεν ο Λυρίγκος. — Εγώ πάω στον Άι-Χαράλαμπο . . . πάω να φωνάξω τον παπά-Μακάριο, ναρθή να της κάμη μια παράκλησι, της γυναίκας! — Καλά! τρέξε! Και η Φραγκογιαννού έτρεξε. Κάτω εις το Κακόρρεμμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα.
Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.
Ανάμεσα εις πλατάνους βαθυφύλλους, οπού δεν είχεν αρχίση ακόμη να πίπτη το φύλλωμά των, εις τον υγρόν κόλπον της κοιλάδος, οπού εχορτομανούσε, κ' εδροσοβολούσε από δρόσον φθινοπωρινήν, απ' τους λαγόνας ενός βράχου αμαυρού, ανέβλυζεν η πηγή. Εκεί σιμά εκαθήσαμεν, κ' εστρώσαμεν το γεύμα μας.
Και τωόντι, η αντίθετη κατάστασις των ατόμων, που ενεργούνε ή πάσχουνε εις το δράμα, εγεννήθη εις τον περασμένον καιρό, και ο ποιητής εφρόντισε να την φανερώση καθαρά εις την διήγηση, την οποίαν κάνει ο Πρόσπερος της θυγατρός του, και η οποία, σιμά εις τάλλα, χρησιμεύει ως πρόλογος εις την ερχόμενη πράξη. — Ένα παλαιό μεγάλο αδίκημα έμεινε ατιμώρητο· έφθασε η ώρα να παιδευθούν οι κακούργοι, και να λάβουν οι αθώοι την ανταμοιβή τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν