Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε.
Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω Αθάνατοι εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά.
Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.
Και αφού επεριπάτησα εις αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα.
ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα; ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;
— Λοιπόν είνε μάγος; — Το είπαμεν, ότι αυτό λέγει ο κόσμος. Διότι τον βλέπουν και κάμνει μερικά πράγματα ανεξήγητα. Καθώς τα μυστήρια, όπου σου έλεγα. Και τι δεν λέγουν; Όλοι οι χωρικοί, αν πλησιάσουν εις εκείνο το μέρος, κάμνουν τον σταυρόν των. Όλα τα λαδικά καταρώνται κάθε ημέραν το όνομά του. Υπάρχουν οπού ορκίζονται ότι είδαν με τα μάτια των φαντάσματα σιμά εις το σπήλαιον.
Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλυστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, αν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης.
Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430
Να τρέξη και να σταθή σαν πύργος σιμά στη γυναίκα του, να της τα πη, να κηρυχτή ανοιχτά σύμμαχός της, και με το τουφέκι στο χέρι να τη γλυτώση από τους καταλαλητάδες της, μα ας είνε κι αδέρφια. Τα κλωθογύριζε αυτά μες στο νου του, μα δεν είτανε κι άθρωπος να βγάζη πέρα τέτοιες δουλειές. Τούρκοι να είταν άλλο πράμα. Ο Τούρκος δε χρειάζεται και πολύ θάρρος ηθικό.
Εγώ ευχαριστώντας την εις τρόπον που της έδινα να γνωρίση μίαν ζωντανήν υποχρέωσιν, και παίρνοντας τα όσα μου έδωσεν αναχώρησα μετά χαράς μεγάλης. Και φθάνοντας σιμά εις την πόλιν της Κασμυρίας, έπειτα από ολίγας ημέρας αγόρασα ένα φόρεμα Δερβύσικον, και το ενδύθηκα, και αλείφοντάς με και με το νερόν, υπήγα εις την πόρταν της πόλεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν