Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα, μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη, 320 που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους «Αμέτε στ' Αχιλέα οι διο, και μέσα απ' την καλύβα πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι. Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου την παίρνω εγώ.
Και μπαίνοντας μες το βαθύ λιμάνι, τα πανιά τους διπλώνουν και μες στο γοργό καράβι τ' απιθώνουν, και το κατάρτι στρώνουνε στην κοίτη ξαμολώντας τα ξάρτια, κι' ως πιο μέσα εκεί στ' αραξοβόλι λάμνουν. 435 Κι' όξω τα βάρια ρήχνουνε και δένουν την πρυμάτσα, όξω κι' ατοί τους βγαίνουνε πάς στου γιαλού την άκρη, και βγάζουν όξω τα σφαχτά που φέρνανε του Φοίβου, κι' η Χρυσοπούλα όξω πηδάει μέσα απ' το τρεχαντήρι.
Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο.
Το έδαφος το θεϊκό ολημερής εγώ σαρώνω, με λατρεία καθημερινά, από την ώρα που ο ήλιος ξεκινά να βγη με το φτερό του το γοργό. Παιάν! παιάν! ευλογημένος νασ', ευλογημένος, συ, που απ' τη Λητώ είσαι γεννημένος!
Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα βέλη της αρετής να μπορώ ν' απαντήσω: «Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και το αίμα της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου γι' αυτές ;». Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη εκκλησία κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη να πηγαίνω — γοργό, σκυφτό και σεμνό. Ave Maria! Παρίσι, 1909
Πολλές φορές μ' άρεζε να πηγαίνω προς το ποταμάκι πότρεχε γοργό γοργό, και που στην ακροποταμιά του έπλυναν ως το γόνα μέσα στο νερό, τα κορίτσια χτυπώντας δυνατά με τα παχουλά τους μπράτσα τα ρούχα με τον κόπανο.
Τ' απονέρια του μόνον έδειχναν ακόμη το γοργό διάβα του. — Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα· εσυλλογίσθηκε γελώντας με τον φόβο του. Άδραξεν ευθύς το μελάτι, μια στο σχοινί κ' έφτασεν απάνω. Βρόντοι, φωνές, χτύποι, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιστά στη θάλασσα υποδέχθηκαν τον βουτηχτή, σαν να τον εχαιρετούσαν για το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι.
Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου 435 δειλιάζει, μην τυχόν μου βγει λαχτάρα στο κεφάλι. Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι· μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις.»
Κ' ένα γλυκό βραδάκι, Που μοναχή η Πεντάμορφη αγνάντευε απ' το κάστρο, Τ' αγαπημένα αδέρφια της με πόνο ακαρτερώντας, Να πηλαλάη έν' άλογο βλέπει μακρυά 'ςτόν κάμπο. Απέρναγε σαν σύγνεφο οπού το διώχνει ο αγέρας, Κι' όπως βογγάει το σύγνεφο εκείνο εχλιμιντρούσε. Γοργό, αφρισμένο επλάκωσε σε λίγο μέσ' 'ς το κάστρο Μ' ένα δισάκι απάνω του και δίχως καββαλλάρη.
Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παν 'ς την Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν