United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διηγούνται δε ότι, αφού εκυρίευσαν επί τέλους την Τρωάδα οι Έλληνες, ευσπλαγχνισθέντες την δυστυχίαν των νικηθέντων, εκήρυξαν ότι έκαστος αυτών ηδύνατο να λάβη μεθ' εαυτού έν των πολυτιμοτέρων του και ν' αναχωρήση. Ο Αινείας, παραβλέψας παν άλλο, έλαβεν ανά χείρας το άγαλμα της Εφεστίου Θεότητός του, όπως έχη αυτήν βοηθόν, και ητοιμάζετο να εξέλθη.

Με την σκέψιν ταύτην ητοιμάζετο να καλέση τον επιστάτην, οπότε ούτος παρουσιάσθη μόνος λέγων: — Αυθέντα, ο γέρων ελιποθύμησε και ίσως είναι νεκρός. Πρέπει να εξακολουθήσω την μαστίγωσιν; — Ας τον επαναφέρουν εις τας αισθήσεις του και ας τον φέρουν εδώ.

Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω.

Μου το είπες, αφέντη· μα λέει κι' αυτό: «Πατέρες μερίζουσιν οίκους και ύπαρξιν τέκνοις· παρά δε Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Αν και δεν ήτο τόσον σοφός όσον ο Λογιώτατος, ήξευρε ρητά. — Θα σε αποκληρώσω. Παρήλθον ολίγαι ημέραι. Είχεν εμβή η Μεγάλη Σαρακοστή, επανήρχετο η άνοιξις, κι' ο Αγάλλος ητοιμάζετο να πλεύση διά την Προποντίδα και τον Βόσπορον, κ' εκείθεν διά τον Δούναβιν.

Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπάρμπα-Λιόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρεις ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα και ήτοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν' αποπλεύση.

Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.

Εκ τούτου ο Δημοσθένης ηδυνήθη να ίδη καλλίτερον ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν περισσότεροι, και απ' εκείνης της στιγμής επείσθη ότι οι Αθηναίοι έπρεπε να σκεφθούν σπουδαίως περί τοσούτον σοβαράς επιχειρήσεως· διότι εις τας αρχάς είχε νομίσει ότι εισήγοντο εις την νήσον τρόφιμα, δι' ολιγωτέρους ανθρώπους· βλέπων δε επίσης ότι η εις την νήσον απόβασις καθίστατο ευχερεστέρα ητοιμάζετο να την εκτελέση ζητήσας στρατόν από τους γειτονικούς συμμάχους και τα άλλα ετοιμάζων.

Εμάζευε τα εργαλεία τουσκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, και ητοιμάζετο να υπάγη στον ταρσανάν, ν' αρχίση το μεροκάματον. — Ακούς, τι σαματά κάνει! είπεν η γραία. Δεν μπορεί να μαζώξη τα σιδερικά του, χωρίς ν' ακουστή. Όποιος τον ακούει, θαρεί τι γίνεται! . . . — «Γύφτικο σπίτι καίεται», είπεν ειρωνικώς γελώσα η Αμέρσα.

Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν. — Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος. — Σωστά. — Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον; — Αλήθεια. — Και δικαίως, φρονώ. — Κ' εγώ αυτό λέγω. Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη.