Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Η συντέκνισσα είχεν έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη» την ώραν που ο παπάς ητοιμάζετο να υπάγη στον εσπερινόν. Άρχισε να διηγήται·

Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας του Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας, καθ' ην στιγμήν ο Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν δειλώς ο Σουσαμάκης, και περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του ωρολογίου του, ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·

Προς αυτούς λοιπόν ητοιμάζετο ν' απέλθη ο Θήρας παραλαβών λαόν εξ όλων των φυλών ουχί διά να τους εκπατρίση αλλά διά να συγκατοικήση και να σχετισθή μετ' αυτών. Επειδή δε και οι Μινύαι τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να φονεύσωσιν, αποδράντες εκ της φυλακής εκάθηντο εις τον Ταΰγετον, ο Θήρας παρεκάλεσε να τους συγχωρήσωσι διά να μη γίνη φόνος και ανεδέχετο να τους εξαγάγη της χώρας.

Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος·Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει.

Όχι, επέμενε το άλλο το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι. Δεν με γελάς. — Όχι, μα την Παναγίδα, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σου λέω. — Μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Θα σ' πέση το φανάρι. Διά μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι κατά γης και ητοιμάζετο να ψάξη τον Αγγελήν. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχεν υποπτευθή τον Αγγελήν.

Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ' ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα. — Πώς την λέγουν; επανέλαβε. Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς. — Λιάκε, συ είσαι;

— Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας! Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν. — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.

Ότε εις τας Αθήνας έφθασεν η είδησις του θανάτου του Φιλίππου, βασιλέως της Μακεδονίας, ο λαός των Αθηνών τόσον εχάρη, ώστε ητοιμάζετο να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς. Αλλ' ο έμφρων Φωκίων τους εμπόδισεν, ειπών ότι είναι αγενές να επιχαίρωσιν εις τον θάνατον ενός εχθρού. Πιστός δε οπαδός του Σωκράτους ηγάπα να λέγη εις τους συμπολίτας του την αλήθειαν, όσον πικρά και αν ήτο αύτη.

Τι λέγουσιν οι αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν τινα θεραπαινίδα ; Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ.

Και ο μεν ταύτα πράξας ητοιμάζετο να αποπλεύση· οι δε προεστώτες των δημοκρατικών πείθουν αυτόν πέντε μεν εκ των πλοίων του να αφήση εις αυτούς, όπως περιστέλλουν τα κινήματα των αντιπάλων, εξοπλίζοντες δε πέντε εκ των ιδικών των να τον προπέμψουν δι' αυτών. Και εκείνος, μεν συγκατετέθη, αυτοί δε εκλέγοντες μεταξύ των εχθρών τους εβίαζον να εισέλθουν εις τα πλοία.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν