Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Μ' άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συγνεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα η όμορφη εξοχή, οι κόποι και τα βάσανα των χωρικών η σταφίδα τους η πολυβασανισμένη, όλα, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού.
Ίδα, και ίσως νάμαι περισσότερο τουρκομερίτης από σας. Εκεί γεννήθηκα και δεκαοχτώ χρονάκια έζησα στα βάθη της Μικράς Ασίας. Εκεί είδα με τα μάτια μου όχι μόνο την τυραννία του τούρκικου φεουδαλικού καθεστώτος, αλλά και τη φαυλότητα του &ρωμαίικου φεουδαλικού θεοκρατικού& καθεστώτος.
Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν. Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν ήμουν ασχημόπαπον! Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία εξοχική.
Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.
Δε χτίζει πια παλάτια αρμονικά και ασύγκριτα η γριά να κλείση μες ταθώρητα τα βάθη τους μία ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστη την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα! Και δε λογιάζει τόρα η γριά, δεν ονειρέβεται γλυκά!
Η αλλαγή προς το κακόν απ' τα καλά θα έλθη, ενώ απ' τα χειρότερα ξανάρχονται τα γέλια. Λοιπόν, καλώς τον άυλον αέρα π' αγκαλιάζω! Καμμίαν χάριν δεν χρωστά, αέρα, 'ς την πνοήν σου ο δυστυχής, που τον φυσάς 'ς της συμφοράς τα βάθη!... Ποιος είναι; Ο πατέρας μου!... Ωσάν πτωχόν ζητιάνον άλλος πτωχός τον οδηγεί!... Ω κόσμε, κόσμε, κόσμε!
Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι. Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη. Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.
Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του.
Τα πόδια του ήτανε αλαφρυά και το κορμί του πουπουλένιο. Κι' ο φιλόσοφος αναστέναξε απ' τα βάθη της καρδιάς του. Μα ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Τον ήπιε το φως του φεγγαριού. Τότε δύο χέρια αρπάξανε τα δικά του και τον σύρανε στον ωραίο χορό. Όλη τη νύκτα χορεύανε κάτω απ' το φεγγάρι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται. Γιατί δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τη ζωή και την αγάπη.
Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό. Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν