Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον.

Γύρω ο κατάψηλος ως το ταβάνι σκελετός του φαρμακείου με το γλυκό κιτρινωπό χρώμα του, φωρτωμένος στα γυάλινα βάθη του από βάζα, γυάλιζε εδώ κι εκεί από το ηλιοπλημμύρισμα.

Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής της. . . Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο-κάθε μεγάλη σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . . Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αίσθημα που της καρδίας τα βάθη πλημμυρίζει, ούτε με λόγια λέγεται, ούτε στολίδια θέλει· πτωχός εκείνος που μετρά τον θησαυρόν που έχει· εμένα η αγάπη μου είναι πλουσία τόσον, ώστε δεν έχει μετρημόν ούτ' ο μισός της πλούτος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εμπρός, να τελειόνωμεν. Ελάτε. Δεν σκοπεύω να σας αφήσω μοναχούς, αν ήναι μ' άδειάν σας, πριν ευλογία ιερά κάμη τους δύο ένα. Πλατεία.

Όλα τα βουνά εκείνα γύρω του, ως στοιβάδες πελωρίων απολιθωμένων κυμάτων, οι μαύροι κρημνοί εις τα πλάγια των βράχων, των κυανών ουρανών τα βάθη, η τραχεία λάμψις του φωτός, το απύθμενον των αβύσσων βάθος, τον ετάραττον. Μία απελπισία τον εκυρίευσε επί τη θέα της ερήμου η οποία διέγραφεν εις τα ανώμαλα εδάφη της αμφιθέατρα και παλάτια κρημνισμένα.

Κατέδυν εις τα βάθη των θαλασσών όπως εύρω μαργαρίτας λευκούς, στιλπνούς, διά να περισφίγγουν οφιοειδώς τον τράχηλόν σου τον θεσπέσιον, άνωθεν του στέρνου σου του θαλπερού και του κόλπου σου του ζωηφόρου. Ηρεύνησα να εύρω σμαράγδους και σαπφείρους όπως κοσμήσω δακτύλιον, δεσμόν πίστεως περί τον δάκτυλόν σου τον τορνευτόν.

Είπε και την ετάραξετα βάθη της καρδίας. 150 τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους• «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, ο Οδυσσέας είν' εδώτην γη την πατρική του, είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια, τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' από τ' άλλο.

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν