United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίς για ντύμα έβγανε σάββανο. Δε μπορούσε όμως να κάμη διαφορετικά. Τη θέση του ανυφαντή την είχε ο Αριστόδημος. Περιωρίστηκε λοιπόν να συναναστρέφεται την κόρη και να προσπαθή, μαζί με την κυρά Πανώρια, να την αναγνωρίση ο αδερφός του. Μα εκείνος άγριος, σαν τσοπανόσκυλο άφριζε και γαύγυζε μόλις άκουε τέτοια κουβέντα. Πολλές φορές ήρθαν στα χέρια.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 κ' εγώτα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, πρώτατην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 καιτο διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 οι αθάνατοι, και μ' έφεραντην ποθητή πατρίδα. αλλ' άκουσέ με, θέλησετο σπίτι μου να μείνης, ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».

Άναψε και το καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του. Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.

Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάση περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του. Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του. — Βρε Φλώκο παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κ' εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσης τώρα, δε μου λες πού να ποδίσης! Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του.

Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές: — Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω... Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.

Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να μας είχεν αντίδικους.

Έσφιξ' η θηλιά, επεδούκλωσε του βοϊδιού τα πόδια. Επάλεψε αγριεμένο να λεφτερωθή. Ανατινάχτηκε, αναπήδησε, έσφιξε πλιότερο η θηλιά, πλιότερο επεδουκλώθη, ανακωλώθηκε ξαπλωταριά χάμου στα χώματα. Άφριζε, εφρίμαζε, εσηκοκυλιόταν, πασκίζοντας μάταιον αγώνα, να ξεφύγει με σπαρταρίσματα και κλωτσιές χάμου, να σπάση τα σκοινιά που τούσφιγκαν τα πόδια.