Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν. — Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.

Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν: — Αχ! ναι! ... για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου... Εκείνος που θελά με πάρη...και τον ήθελα κ' εγώ... είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα... Το καράβι επήγε σύψυχο... Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;...

Η νεαρά γυνή, αφού εκάθισεν, ως συνέχειαν της προ μικρού εκφρασθείσης ανησυχίας της περί αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτου, ευθύμως εξέφερε και την σκέψιν της ταύτην: — Ο καραβοκύρης θα γυρεύη τη βάρκα του, κι' ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύη το Λιαλιώ του. Ο νέος εμειδίασε. Μπάρμπα-Μοναχάκης ήτο το όνομα του συζύγου της. Λιαλιώ εκαλείτο η ιδία.

Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα... Μόνο τη Δέρφη βλέπω. — Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς μεσημβρίαν. — Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς. Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·

Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού παραπόνου ο Μαθιός. — Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή. — Με τι; Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της. Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.

Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα». Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο.

Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν.

Η Λιαλιώ κλαίουσα απεχαιρέτισε την προγονήν της, προς ην έτρεφεν αδελφικά αισθήματα, λεχώ ούσαν και παύσασαν να έχη τον φόβον μη τυχόν αποκτήση μικρόν ετεροθαλή αδελφόν, θείον του νεογνού της, κ' επιβιβασθείσα εις πλοίον μετέβη, ή μάλλον μετεκομίσθη εις την γείτονα νήσον.

Όχι, όχι δεν απόστασα... Τα κουπιά είν' ελαφρούτσικα... Τέτοια κουπάκια θα με κουράσουνε; Η Λιαλιώ επέμεινε να λάβη το έν των κωπίων, και προκύψασα ολίγον ήρχισε να σείη με τας λευκάς της χείρας τον ένα των σκαλμών, θέλουσα να τον μεταθέση προς το μέρος της εγγύτερον της πρύμνης. Αλλ' ο νέος ανθίστατο, και αι χείρες των συνηντήθησαν εις θερμήν επαφήν.

Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν